Στις 30 Ιουλίου 2024 η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γεωργία Αδειλίνη εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με τα αποτελέσματα της δικαστικής διερεύνησης του σκανδάλου των υποκλοπών, την οποία πραγματοποίησε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Αχιλλέας Ζήσης, μετά από ανάθεση της κ. Αδειλίνη.
Στην εν λόγω ενημέρωσή της για την υπόθεση, η κ. Αδειλίνη επεσήμανε ότι ως προς διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών που εκδόθηκαν από την εισαγγελέα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), Βασιλική Βλάχου, «τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο», καθώς και ότι «συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού».
Ακόμη, ρεπορτάζ του Βήματος (5.8.2024) ανέφερε σχετικά με τις παραλείψεις της δικαστικής διερεύνησης του σκανδάλου των υποκλοπών ότι «οι ερευνητές της υπόθεσης δεν εξέτασαν καθόλου και δεν συνεκτίμησαν ότι οι δύο Έλληνες επιχειρηματίες (σ.σ.: Γιάννης Λαβράνος και Φέλιξ Μπίτζιος) – και κυρίως ο κ. Λαβράνος – που κατηγορούνται για τη διαχείριση του Predator είχαν πολυετή γνωριμία με ορισμένα στελέχη του Μαξίμου, αλλά και με κρατικούς αξιωματούχους. Ούτε ότι με μερικούς από αυτούς υπήρχαν έμμεσες εταιρικές σχέσεις, όπως προκύπτει και από το πόρισμα της Οικονομικής Αστυνομίας τον Οκτώβριο του 2023, που προχώρησε σε ενδελεχή έρευνα».
Το ίδιο ρεπορτάζ πρόσθεσε: «Οι λειτουργοί που ερεύνησαν την υπόθεση άφησαν κυριολεκτικά για την τελευταία στιγμή την αναζήτηση στοιχείων για τους κοινούς “στόχους” παρακολούθησης (που, όπως αποδείχθηκε, ήταν 28 τελικά) της ΕΥΠ και του Predator. Αν και αποτελεί ένα σαφές ενδεικτικό στοιχείο για τις σχέσεις των διαχειριστών τους. Κι αυτό ενώ υπήρχε από τις 15 Απριλίου 2024 επιστολή της ΑΔΑΕ προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου ώστε να προχωρήσει άμεσα στη σχετική διασταύρωση». Και επεσήμανε ακόμη: «Δεν εξετάσθηκε ποτέ γιατί οι μυστικές υπηρεσίες είχαν θέσει υπό παρακολούθηση τους 28 κοινούς στόχους. Δεν ερευνήθηκε ποτέ με ποιο σκεπτικό έγινε η παρακολούθησή τους κι αν υπήρξε ενημέρωση των αρμόδιων εισαγγελέων της ΕΥΠ».
Σε έτερο ρεπορτάζ του (28.7.2024), το Βήμα σημείωσε ότι «οι επτά “στόχοι” του παράνομου λογισμικού Predator που έχουν παγιδευτεί με SMS που αφορούν τον εμβολιασμό τους κατά του Covid-19 -με πραγματικά όμως στοιχεία για το εμβολιαστικό κέντρο, τον χρόνο προσέλευσης τους κλπ- αποκαλύπτουν τεράστια κενά της δικογραφίας για τις υποκλοπές». Κι αυτό γιατί «η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων είχε πραγματοποιήσει επισταμένη έρευνα στα συστήματα της ΗΔΙΚΑ (Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση Κοινωνικής Ασφάλισης) απ’ όπου διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε διαρροή των σχετικών στοιχείων των πολιτών που είχαν αιτηθεί εμβολισμό. Κάτι που δείχνει μονοσήμαντα ότι ο μόνος τρόπος για να ήξεραν οι χειριστές του Predator ότι τα υποψήφια θύματα τους είχαν σχετική ηλεκτρονική αλληλογραφία για τον εμβολιασμό τους ήταν να παρακολουθείτο ήδη το τηλέφωνο τους από την ΕΥΠ, όπως εξάλλου έχει ήδη διαπιστωθεί. Γεγονός, που δείχνει αναμφισβήτητα ότι υπήρξε γέφυρα ενημέρωσης μεταξύ πρακτόρων της ΕΥΠ και χειριστών του λογισμικού παρακολούθησης και ότι το σκεπτικό περί σύμπτωσης (σ.σ.: κοινών στόχων ΕΥΠ – Predator) είναι …σαθρό».
Σε δικό του δημοσίευμα (31.10.2024), το inside story τεκμηρίωσε ότι ο κ. Ζήσης δεν κάλεσε ποτέ το φυσικό πρόσωπο (τον κ. Αχιλλέα Κοσμίδη) στο όνομα του οποίου ήταν η προπληρωμένη κάρτα με την οποία πληρώθηκε η αποστολή μολυσμένων μηνυμάτων Predator σε θύματα του κακόβουλου λογισμικού, μεταξύ των οποίων ήταν ο πρώην πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κ. Νίκος Ανδρουλάκης και ο δημοσιογράφος κ. Θανάσης Κουκάκης. (Ο κ. Κοσμίδης απαλλάχθηκε οριστικά από τον κ. Ζήση τον Ιανουάριο του 2025.)
Ακόμη, το inside story ανέδειξε πως η δικαιοσύνη δεν κάλεσε για την υπόθεση ούτε τον έμπορο όπλων κ. Σταύρο Κομνόπουλο, γνωστό στην ελληνική δικαιοσύνη από το σκάνδαλο των εξοπλιστικών, ούτε και τον ανιψιό του κ. Παναγιώτη Ταμβακίδη.
«Από την ίδια την ανακοίνωση της Εισαγγελέως του ΑΠ αλλά και από τις δημόσιες αιτιάσεις προσώπων σχετιζόμενων με την υπόθεση προκύπτουν και άλλα κρίσιμα επιμέρους ερωτήματα σε σχέση με τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση», σημείωσε σε σχετικό άρθρο του στα ΝΕΑ (1.8.2024) ο καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνης Καραμπατζός. «Επί παραδείγματι: Γιατί δεν εκλήθησαν να καταθέσουν όλα τα γνωστά θύματα του Predator; Γιατί δεν έγινε έρευνα και στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας, ώστε να διακριβωθεί ποια πρόσωπα τελούσαν υπό διπλή παρακολούθηση (ΕΥΠ και Predator); Σημειωτέον ότι, καθώς φαίνεται, το εισαγγελικό πόρισμα, βασιζόμενο σε μία δημιουργική αριθμητική μόχλευση, αποδέχεται πως ήταν απλή σύμπτωση το γεγονός ότι περίπου το 1/3 όσων προσώπων διαπιστωμένα έγιναν στόχος του Predator παρακολουθήθηκαν και από την ΕΥΠ».
Ο κ. Καραμπατζός επεσήμανε συμπερασματικά: «Δυστυχώς, στην υπόθεση των υποκλοπών δεν χύθηκε φως ούτε στο ανώτατο επίπεδο της Δικαιοσύνης. Το λεγόμενο “οιονεί δεδικασμένο” που αναδίδει το εισαγγελικό πόρισμα δεν μπορεί, πάντως, να σταματήσει την περαιτέρω δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης κυρίως ενώπιον υπερεθνικών δικαστηρίων, ούτε φυσικά την περαιτέρω δημοσιογραφική έρευνα, ούτε τον πολιτικό έλεγχο της κυβέρνησης. Η τελευταία παραμένει πολιτικά υπόλογη για τη σοβαρότατη αυτή υπόθεση, που έχει τραυματίσει βαθύτατα το κράτος δικαίου στην πατρίδα μας».
Από την πλευρά του, ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νίκος Αλιβιζάτος ανέφερε σε άρθρο του στην Καθημερινή σχετικά με την έρευνα του Αρείου Πάγου: «Αντί (σ.σ.: η κ. Αδειλίνη) να σταθεί στη στερεότυπη διατύπωση ότι “δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις” για να κινηθεί ποινική διαδικασία εις βάρος των εμπλεκόμενων κρατικών λειτουργών (της ΕΥΠ και άλλων υπηρεσιών), χρησιμοποιεί το επίρρημα “αναντίλεκτα” (:“συνάγεται αναντίλεκτα”) για να ισχυρισθεί ότι οι παρακολουθήσεις του Predator δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με αυτές της ΕΥΠ. Λες και μόνο από σύμπτωση πάνω από είκοσι πρόσωπα παρακολουθήθηκαν και από τους δύο […] Μήπως οι κατηγορηματικές αυτές διατυπώσεις προδίδουν προκατάληψη;».
Τα παραπάνω εγείρουν ζήτημα αφενός αποτελεσματικής προστασίας του συνταγματικά κατοχυρωμένου απορρήτου των επικοινωνιών, αφετέρου αποτελεσματικής λειτουργίας της ποινικής δικαιοσύνης κατά την άσκηση των επίσης συνταγματικά κατοχυρωμένων αρμοδιοτήτων της για «τιμωρία των εγκλημάτων» και «λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι».
Πιο αναλυτικά, το άρθρο 19 του Συντάγματος κατοχυρώνει το απόρρητο των επικοινωνιών ως «απολύτως απαβίαστο» και την ΑΔΑΕ ως εγγυήτρια της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών (Άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α’: «Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο» | Άρθρο 19 παρ. 2: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1»). Ακόμη, το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος προβλέπει ότι «στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι».
Ωστόσο, από τα δεδομένα της εξεταζόμενης περίπτωσης προκύπτουν κενά στη διερεύνηση της υπόθεσης των παρακολουθήσεων εκ μέρους του Αρείου Πάγου, καθώς και η διαπίστωση ότι η έρευνα του αντεισαγγελέα κ. Αχιλλέα Ζήση δεν παρέπεμψε σε δίκη ούτε έναν κρατικό αξιωματούχο ή πολιτικό πρόσωπο, παρά μόνο τέσσερις ιδιώτες, ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους εταιρειών. Κι αυτούς, μόνο για πλημμέλημα και όχι για κακούργημα, παρά το γεγονός ότι στο πλαίσιο του σκανδάλου των υποκλοπών παρακολουθήθηκαν και στοχοποιήθηκαν από το Predator υπουργοί, πολιτικοί της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφοι, κρατικοί αξιωματούχοι και στελέχη του στρατού – αδικήματα που εξ ορισμού συνδέονται με κατασκοπεία. (1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9)
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το Predator είναι ένα ισχυρό εργαλείο παρακολούθησης, που επιτρέπει στον χειριστή του πλήρη και διαρκή πρόσβαση στη συσκευή του στόχου. Δίνει τη δυνατότητα εξαγωγής σημαντικών πληροφοριών από το κινητό -όπως μυστικών κωδικών, αρχείων, φωτογραφιών, επαφών και ιστορικού περιήγησης στο διαδίκτυο- και μπορεί να τραβήξει στιγμιότυπα οθόνης και να ενεργοποιεί το μικρόφωνο και την κάμερα της συσκευής, κάνοντας δυνατή την παρακολούθηση οποιασδήποτε ενέργειας πραγματοποιείται μέσω της συσκευής ή κοντά σε αυτήν, όπως των συνομιλιών που γίνονται μέσα σε ένα δωμάτιο.
Ακόμη, στην Ελλάδα δεν είχε ψηφιστεί νομοθετικό πλαίσιο που να προβλέπει τη δυνατότητα χρήσης λογισμικών υποκλοπών την περίοδο κατά την οποία έγινε, μέσω του Predator, στοχοποίηση ή παρακολούθηση ιδιωτών και δημόσιων αξιωματούχων της χώρας. Ως εκ τούτου, η χρήση του Predator ήταν παράνομη.
Παρά τη συνταγματική κατοχύρωση του απολύτως απαραβίαστου του απορρήτου των επικοινωνιών (άρθρο 19 του Συντάγματος) και την επίσης συνταγματική πρόβλεψη ότι «στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι» (άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος), στην εξεταζόμενη περίπτωση εγείρεται, εκ μέρους σημαινόντων ειδικών από τον χώρο του δικαίου και πλείστων τεκμηριωμένων δημοσιευμάτων στον Τύπο, ζήτημα ελλείψεων και μη πληρότητας της ποινικής διερεύνησης της υπόθεσης των παράνομων παρακολουθήσεων σε βάρος υπουργών, πολιτικών της αντιπολίτευσης, δημοσιογράφων, κρατικών αξιωματούχων και στελεχών του στρατού από το κακόβουλο λογισμικό υποκλοπών Predator.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!