Τον Νοέμβριο του 2019, λίγους μόνο μήνες μετά την ψήφιση του νέου Ποινικού Κώδικα και του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ψηφίζεται ο νόμος 4637/2019, με βάση τον οποίο τροποποιούνται μία σειρά από διατάξεις των ως άνω βασικών ποινικών νομοθετημάτων.
Με βάση την παρ. 3 του άρθρου 12 του νόμου αυτού προστίθεται ένα επιπλέον εδάφιο στην παρ. 1 του άρθρου 405 Π.Κ., σύμφωνα με το οποίο «Για την ποινική δίωξη των εγκληµάτων που προβλέπονται στο άρθρο 390 παράγραφος 1 εδάφιο β΄ αν η απιστία στρέφεται άµεσα κατά πιστωτικού ή χρηµατοδοτικού ιδρύµατος ή επιχειρήσεων του χρηµατοπιστωτικού τοµέα απαιτείται έγκληση.». Με βάση την εν λόγω πρόβλεψη ακόμα και η κακουργηματική μορφή της απιστίας διώκεται πλέον κατ’ έγκληση και όχι αυτεπαγγέλτως, στην περίπτωση που το έγκλημα στρέφεται κατά χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. Σημειώνεται ότι η διάταξη αυτή εισήχθη προς ψήφιση με την υπ’ αριθμ. 80/3 12.11.2019 εκπρόθεσμη τροπολογία.
Ακόμα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 4637/2019 «Εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες, που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις απιστίας για τη δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα νόμο ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου ότι επιθυμεί την πρόοδό τους». Η τετράμηνη αυτή προθεσμία θα έληγε κανονικά στις 18-3-2020.
Οι παρεμβάσεις αυτές του νομοθέτη (η τροπή της κακουργηματικής απιστίας σε κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα στην περίπτωση που αυτή στρέφεται κατά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και ιδίως η εκ των υστέρων προβλεπόμενη για τη συγκεκριμένη μόνο περίπτωση μη αναστολή των προθεσμιών για την υποβολή δήλωσης συνέχισης της δίκης), δεν μπορεί παρά να γεννά ερωτήματα και προβληματισμούς σε ένα κράτος δικαίου. Οι επιπτώσεις που οι προβλέψεις αυτές έχουν στην δίωξη και τιμωρία σοβαρών (οικονομικών ή/και σχετιζόμενων με τη διαφθορά) εγκλημάτων (ειδικά όσων ήδη διερευνούνταν από τις δικαστικές αρχές), η ανασφάλεια δικαίου που φαίνεται να δημιουργείται στη συγκεκριμένη περίπτωση καθώς και η αντίθεση του “επιεικούς” χαρακτήρα της συγκεκριμένης πρόβλεψης με το αυστηρό (ή/και τιμωρητικό) πνεύμα που διαπνέει τον νομοθέτη τόσο σε αντίστοιχες ή παρόμοιες περιπτώσεις όσο και γενικά στις ποινικές ρυθμίσεις τον τελευταίο καιρό, αποτελούν ορισμένους από τους λόγους για αυτό. Οι διάφορες (και αντίθετες μεταξύ τους), απόψεις που εκφράστηκαν τόσο σε θεωρητικό όσο και σε νομολογιακό επίπεδο (βλ. μεταξύ άλλων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 1, 2, 3– σελ. 77 επ.-. , 4, 5), για τη συνταγματικότητα (ή μη) της πρόβλεψης τόσο εν γένει της κατ’ έγκληση δίωξης κακουργηματικών πράξεων απιστίας όσο και της συγκεκριμένης ρύθμισης της προθεσμίας υποβολής έγκλησης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιβεβαιώνουν τους ως άνω προβληματισμούς.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Κ. Κοσμάτος (καθηγητής Νομικής) “ …η νομοθετική αυτή παρέμβαση έχει άμεση επίπτωση σε ποινικές δίκες που εκκρεμούν σε διάφορα διαδικαστικά στάδια. Παράλληλα, η λύση αυτή είναι εξαιρετικά βολική για όσους δεν είχαν ουσιαστικά την πρόθεση να υποβάλουν έγκληση εντός του τετραμήνου, καθώς με τη νέα ρύθμιση μεταθέτουν την παράλειψή τους στη νέα πρόβλεψη του νομοθέτη. Ωστόσο, η επιλογή αυτή είναι εξαιρετικά άβολη για το Κράτος Δικαίου…”.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!