ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ
ΑΡΘΡΑ
Χριστιάννα Στυλιανίδου 01 • 12 • 2021

Ο νόμος 4855/2021, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και η κριτική που ασκήθηκε

Χριστιάννα Στυλιανίδου
Ο νόμος 4855/2021, οι αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και η κριτική που ασκήθηκε
01 • 12 • 2021

Με το ν. 4855/2021 άλλαξαν για μία ακόμα φορά οι ρυθμίσεις των βασικών ποινικών νομοθετημάτων, δηλαδή του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τόσο το γεγονός ότι αλλάζουν για μία ακόμα φορά οι διατάξεις των βασικών αυτών ποινικών νομοθετημάτων όσο και το ουσιαστικό περιεχόμενο των ειδικότερων διατάξεων που τροποποιούνται καθώς και ο σκοπός που αυτές οι αλλαγές εξυπηρετούν, προκάλεσαν αντιδράσεις και προβληματισμούς. Η ανασφάλεια δικαίου, η αντίθεση του περιεχομένου επιμέρους διατάξεων με συνταγματικές ή ευρωπαϊκές επιταγές και εν γένει η σύγκρουση διατάξεων με δικαιώματα του πολίτη και του κατηγορουμένου ή τις κρατούσες θεωρητικές γνώμες ή νομολογιακές πρακτικές, αποτέλεσαν κάποιες από τις βάσεις των αντιδράσεων. Οι αντιρρήσεις που εκφράστηκαν δεν κατάφεραν, ωστόσο, να αλλάξουν την γνώμη της πλειοψηφίας των βουλευτών και οι αλλαγές ψηφίστηκαν από τη Βουλή.

Με τον νόμο 4855/2021 “Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα, του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και άλλες επείγουσες διατάξεις”, λαμβάνουν χώρα εκτεταμένες αλλαγές στο νέο Ποινικό Κώδικα (Π.Κ) και τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Κ.Π.Δ).  Ειδικότερα, ο νόμος 4855/2021 περιέχει 203 άρθρα, εκ των οποίων τα 170 αποτελούν αλλαγές στους ως άνω Κώδικες (βλ. όλες τις αλλαγές στο  συγκριτικό πίνακα παλαιών και νέων διατάξεων).  

Υπενθυμίζεται ότι και ο νέος Π.Κ και νέος Κ.Π.Δ. τέθηκαν σε ισχύ την 1/7/2019 με τους  ν. 4619/2019 και 4620/2019 αντίστοιχα. Η ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται από τις συνεχείς αλλαγές των βασικών αυτών ποινικών νομοθετημάτων (Π.Κ και Κ.Π.Δ.) σε τόσο μικρό, μάλιστα, χρονικό διάστημα αλλά και το περιεχόμενο επιμέρους άρθρων, αποτέλεσαν ζητήματα που σχολιάστηκαν εκτενώς από επαγγελματίες στο χώρο της Δικαιοσύνης. 

Ενδεικτικά αναφέρεται: 

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων αφού αναφέρει εξαρχής: “Θεωρούμε ότι η νομοθετική εξουσία οφείλει να λαμβάνει υπόψη της την ανασφάλεια δικαίου που δημιουργείται με τις νομοθετικές παλινωδίες”, προχωρά στον σχολιασμό των προβληματικών σημείων επιμέρους διατάξεων. Μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα προβλήματα που προκύπτουν από την τροποποίηση του άρθρου 191 ΠΚ για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, σχολιάζεται η αδικαιολόγητη οπισθοδρόμηση που λαμβάνει χώρα με τις τροποποιήσεις στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα και προτείνεται η απάλειψη της διάταξης με την οποία επαναφέρεται το έγκλημα της παράνομης αλιείας στα χωρικά ύδατα. 

Η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, σχολιάζει το γεγονός ότι μέσα σε δύο χρόνια από την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα προωθείται η τρίτη τροποποίηση των διατάξεων, παρά το γεγονός ότι ο Ποινικός Κώδικας αποτελεί βασικό νομοθέτημα, το οποίο εκ της φύσεώς του θα πρέπει να είναι μακράς πνοής, προκειμένου να δημιουργείται ασφάλεια δικαίου”. Ακόμα, εφιστά την προσοχή του νομοθέτη στο γεγονός ότι η αυστηροποίηση των ποινών από μόνη της δεν αποτελεί τη λύση για την πάταξη της εγκληματικότητας. 

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σχολιάζει το περιεχόμενο επιμέρους διατάξεων και αναδεικνύει τα προβληματικά τους στοιχεία (αναλύοντας π.χ. το πως η αποκλειστική πρόβλεψη της ποινής της ισόβιας κάθειρξης για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως αχρηστεύει ουσιαστικά το άρθρο 79 του Π.Κ., τους κανόνες επιμέτρησης της ποινής και την δυνατότητα για ουσιαστική κρίση επί του ύψους της ποινής). Αναφέρεται, βέβαια, πως κατά το ΔΣ του ΔΣΑ ορισμένες αλλαγές (όπως π.χ η τροποποίηση του άρθρου 270 ΠΚ για την έκρηξη) είναι αιτιολογημένες.

Η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, αναφέρει μεταξύ άλλων πως “Το τμήμα του νομοσχεδίου που αφορά τον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 1 έως 93) είναι, συνολικώς αποτιμώμενο, δογματικώς προβληματικό και εγκληματοπολιτικώς άστοχο…Πράγματι, εν ονόματι της «ασφάλειας» των πολιτών επιχειρούνται αποσπασματικές παρεμβάσεις…οι οποίες διασπούν την συνοχή του ΠΚ, αποσυντονίζουν τις ρυθμίσεις του και υπονομεύουν τον εξορθολογισμό και εκσυγχρονισμό του συστήματος των κυρώσεων που επέφερε ο ισχύων ΠΚ, σύμφωνα με την κρατούσα στην επιστήμη άποψη…Ο ποινικός νομοθέτης εμφανίζεται έτσι να υποτάσσεται σε εφήμερες «ανάγκες» ικανοποίησης του -απροσδιορίστου περιεχομένου- «περί δικαίου αισθήματος» με την επίδειξη τιμωρητικής πυγμής, θυσιάζοντας στον βωμό της επικαιρότητας τους αυθεντικούς σκοπούς της ποινικής δικαιοδοτικής λειτουργίας” . Από την άλλη πλευρά παρατηρεί πως “H γενική αποτίμηση των τροποποιήσεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι θετική, έστω και αν ορισμένες από τις προτεινόμενες ρυθμίσεις είναι εκτεθειμένες σε αντίλογο”. Επιπλέον προχωρεί στην ανάλυση και τον σχολιασμό των επιμέρους άρθρων που αλλάζουν, προτείνοντας αντίστοιχες αλλαγές ή εκφράζοντας τη γνώμη ότι το άρθρο πρέπει να παραμείνει ως είχε (πριν τις προτεινόμενες αλλαγές). 

Αντιδράσεις και προβληματισμοί σχετικά με την ορθότητα αλλά και τη σκοπιμότητα των αλλαγών (ειδικά στο πλαίσιο του Ποινικού Κώδικα) έλαβαν χώρα και εκτός (βλ. μεταξύ άλλων 1, 2, 3, 4, 5) αλλά και εντός της Βουλής (βλ. σχετικά άρθρα 1, 2, 3 και πρακτικά της Βουλής 1, 2)

Ο Γ. Πεπόνης (Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ε.τ.) σχολιάζοντας το γενικότερο ζήτημα της νομοθέτησης στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου αναφέρει μεταξύ άλλων: “Η μειωμένη έως ασθενική ικανότητα του συγχρόνου ελληνικού ποινικού συστήματος να ανταποκριθεί στην βασική αποστολή του, που είναι η προστασία των εννόμων αγαθών των πολιτών, μέσω της τελεσφόρου και στα πλαίσια πάντοτε των αρχών του Κράτους Δικαίου καταπολέμησης της εγκληματικότητας, κατά κοινή παραδοχή και σε μη αμελητέο βαθμό αποτελεί συνέπεια και απόρροια και της κακής νομοθέτησης”. Ο Ε. Φυτράκης (Δ.Ν., Δικηγόρος), κλείνει το άρθρο του αναφέροντας “Το πρόβλημα είναι ότι η κυβερνητική πολιτική όχι μόνο υιοθετεί αυτά τα fake news αλλά και νομοθετεί μ’ αυτά. Το πλήγμα για το ορθολογικό ποινικό δίκαιο φαίνεται ιδιαίτερα σοβαρό”. Ο Ν. Παρασκευόπουλος (καθηγητής Ποινικού Δικαίου και πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης) σε συνέντευξή του αναφέρει: “…αλλά το νομοθέτημα του υπουργείου Δικαιοσύνης φαίνεται να συγκεντρώνει και να κωδικοποιεί όλες τις ρυθμίσεις οι οποίες καταργούν το ιστορικά κεκτημένο του κράτους δικαίου….Το κράτος δικαίου έχει στον πυρήνα του την αναλογική κύρωση και ποινή. Όμως με το νομοσχέδιο ξεφεύγει η κατάσταση καθώς επισήμως καταργείται η αρχή της αναλογικότητας στην απονομή δικαιοσύνης, η οποία είναι η πεμπτουσία του Δικαίου”. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το περιεχόμενο της Διαδικτυακής Εκδήλωσης Δ.Σ.Θ. με θέμα “Οι πρόσφατες τροποποιήσεις του ΠΚ και του ΚΠοινΔ”. Στο 3:36:00 περίπου της εκδήλωσης, ο Λ. Μαργαρίτη (καθηγητή Ποινικού Δικαίου και Πρόεδρο της Διαρκούς Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής για την παρακολούθηση του τρόπου εφαρμογής του ΠΚ και του ΚΠΔ) αναφέρει: “ Ξέρω πολύ καλά ποιος νομοθετεί…και πάντως δεν νομοθετεί καμία νομοπαρασκευαστική Επιτροπή. Δυστυχώς και για τις νομοπαρασκευαστικές…Το κείμενο που δώσαμε εμείς και το κείμενο που είναι στη Βουλή, με χειρόγραφα με τη μορφή δήθεν νομοτεχνικών βελτιώσεων, οι οποίες κάποτε δεν έχουν καμία σχέση με την νομοτεχνική βελτίωση. Είναι κατάργηση ή προσθήκη εδαφίων κλπ…Αυτός είναι ο τρόπος που νομοθετούμε…. Ο Νίκος ο Μπιτζιλέκης νόμιζε ότι είναι ο νομοθέτης.Του έλεγα συνέχεια: “άλλοι θα τα κάνουν σμπαράλια παρακάτω”. Οχι, μου έλεγε και να”. Στη συνέχεια δε, του βίντεο ο Ν. Μπιτζιλέκης (Καθηγητής Ποινικού Δικαίου και μέλος της ως άνω Επιτροπής) αναφέρει: “Το θέμα κύριε Πρόεδρε είναι να μην λένε ότι “οι ειδικοί μας εισηγήθηκαν αυτά”…διότι απλώς οι ειδικοί δεν εισηγήθηκαν ποτέ αυτά…δεν εισηγήθηκαν ποτέ…τις ισόβιες καθείρξεις ως μοναδικές ποινές ούτε τις τέτοιου είδους προτάσεις…ας αναλάβουν την ευθύνη των προτάσεών τους…Διότι καμιά φορά μας χρησιμοποιούν απλώς για να καλύψουν με έναν επιστημονικό τρόπο τις προτάσεις τους…Αυτό πρέπει να καταλάβουμε.”. Τα όσα αναφέρθηκαν στην εν λόγω εκδήλωση γενικά αποτυπώνονται και σε σχετικό άρθρο της Εφημερίδας των Συντακτών.

Ο τρόπος που επιλέγει να νομοθετεί η Βουλή και οι πρακτικές καλής ή κακής νομοθέτησης που υιοθετούνται, επηρεάζουν, λοιπόν, και το πεδίο του ποινικού δικαίου, επικαιροποιώντας εκ νέου τα όσα είχαν διατυπωθεί το έτος 2017 στο Συνέδριο “Η καλή νομοθέτηση ως αναγκαία προϋπόθεση μιας δίκαιης και αποτελεσματικής λειτουργίας της πολιτείας” (βλ. ειδικά την εισήγηση “Μορφές εμφάνισης και συνέπειες της κακής νομοθέτησης στο πεδίο της ποινικής δικαιοσύνης” σελ. 160 επ.). Αν και η νομοθετική εξουσία έχει αναντίρρητα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο για την κατάρτιση και την ψήφιση των νόμων, η αρχή του κράτους δικαίου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο είδος και το περιεχόμενο των παρεμβάσεων που γίνονται από τον νομοθέτη, ούτως ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση των συνταγματικών αρχών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Όπως αναφέρεται και σε άρθρο της Μ. Καϊάφα- Γκμπάντι (καθηγήτριας Ποινικού Δικαίου) το 2020 “…οι συνταγματικές ελευθερίες δεν κατοχυρώνονται μόνο απέναντι στην εκτελεστική εξουσία, αλλά και απέναντι σε επεμβάσεις που μπορεί να γίνονται από τον ίδιο το νομοθέτη…η αρχή του κράτους δικαίου δεν αποτελεί απλά ένα εργαλείο για τον τυπικό περιορισμό της κρατικής εξουσίας, αλλά γίνεται αίτημα για δίκαιη και λελογισμένη χρήση της…”.  

Το ποινικό δίκαιο, οι ρυθμίσεις του και η εφαρμογή του, μπορεί να έχουν σημαντικές συνέπειες για τα θεμελιώδη δικαιώματα ενός ατόμου τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε διαδικαστικό επίπεδο. Για τον λόγο αυτό το ποινικό σύστημα εν γένει (τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο) και το κράτος δικαίου συνδέονται στενά. Αυτό σημαίνει ότι οι αλλαγές που επέρχονται στα βασικά νομοθετήματα της ποινικής δικαιοσύνης, δηλαδή τον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, πρέπει να σέβονται υπακούν στις αρχές που προέρχονται από την αρχή του κράτους δικαίου. Μεταξύ των αρχών αυτών είναι η αρχή της νομιμότητας, η ασφάλεια δικαίου και η ουσιαστική εξασφάλιση δικαιωμάτων, όπως αυτών της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. 

Ακόμα, σε ένα κράτος δικαίου, κατά τη διάρκεια της νομοπαρασκευαστικής διαδικασίας η γνώμη των αρμοδίων φορέων, οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί τους, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τη νομοθετική εξουσία. 

Ωστόσο, τα παραπάνω δεν φαίνεται να ακολουθήθηκαν κατά την ψήφιση του ν. 4855/2021, γεγονός που επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό τις αρχές του κράτους δικαίου. Οι αντιδράσεις και οι προβληματισμοί που σημειώθηκαν υπερνικήθηκαν, ξεπεράστηκαν ή απλά δεν εισακούστηκαν ποτέ. Ο νόμος 4855/2021 ψηφίστηκε και αρκετά άρθρα τόσο του Π.Κ. όσο και του Κ.Π.Δ. άλλαξαν για μία ακόμα φορά.

Χριστιάννα Στυλιανίδου
Περισσοτερα
Υποστήριξε το έργο του govwatch
ΚΑΝΕ ΔΩΡΕΑ