ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ
Χριστιάννα Στυλιανίδου
Η πρόβλεψη «ακαταδίωκτων και ανεύθυνων» και ζητήματα νομιμότητας
28 • 03 • 2021

Ανά τα χρόνια έχουν ψηφιστεί διάφορες διατάξεις με τις οποίες προβλέπεται η διαφοροποιημένη ποινική, αστική ή πειθαρχική ευθύνη και μεταχείριση συγκεκριμένων ομάδων προσώπων/υπαλλήλων/διοικητικών οργάνων. Η πρακτική αυτή της θέσπισης διαφόρων ειδών και επιπέδων ανεύθυνου και ακαταδίωκτου,  αν και έχει επανειλημμένα χρησιμοποιηθεί στην ελληνική έννομη τάξη, αποτελεί μία αμφίβολης νομιμότητας ενέργεια του νομοθέτη, καθώς ενδέχεται να παραβιάζει συνταγματικές αρχές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, όπως μεταξύ άλλων την αρχή της ισότητας, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και της πρόσβασης στο δικαστήριο.

Με τα άρθρα 61 και 62 του Συντάγματος προβλέπεται το ανεύθυνο και ακαταδίωκτο των βουλευτών. Σύμφωνα με τα ως άνω άρθρα το ανεύθυνο περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το ότι ο βουλευτής: «δεν καταδιώκεται ούτε εξετάζεται με οποιονδήποτε τρόπο για γνώμη ή ψήφο που έδωσε κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων», «διώκεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση, κατά το νόμο, ύστερα από άδεια της Bουλής», «δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε». Στο πλαίσιο του ακαταδίωκτου προβλέπεται δε, μεταξύ άλλων ότι «Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος». 

Έχοντας ως πηγή έμπνευσης τα παραπάνω άρθρα του Συντάγματος, ο έλληνας νομοθέτης έχει προχωρήσει ανά τα χρόνια στην ψήφιση διάφορων διατάξεων με βάση τις οποίες  προβλέπεται η διαφορετική (ποινική, αστική ή πειθαρχική) μεταχείριση συγκεκριμένων ομάδων προσώπων για τα όσα έλαβαν χώρα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο λειτουργίας κάποιου διοικητικού οργάνου. Με μία σειρά διατάξεων, θεσπίζεται, λοιπόν, ένα είδος «προστασίας» των συγκεκριμένων προσώπων και προβλέπονται διάφορα είδη και επίπεδα ανεύθυνου ή ακαταδίωκτου αυτών. Ενδεικτικά αναφέρονται οι ακόλουθες περιπτώσεις: 

α) Σύμφωνα με το άρθρο 269 του ν. 4798/2021 «Τα μέλη της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας της Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, δεν ευθύνονται, δεν διώκονται και δεν εξετάζονται για γνώμη που διατύπωσαν ή ψήφο που έδωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της λειτουργίας των ως άνω Επιτροπών. Δίωξη επιτρέπεται μόνο για συκοφαντική δυσφήμηση ή εξύβριση».

β) Σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου 16 του ν. 4714/2020 «…O Γενικός Προϊστάµενος, ο Πρόεδρος και τα µέλη των Επιτροπών (Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών) δεν εξετάζονται, δεν διώκονται και δεν υπέχουν ποινική και αστική ευθύνη για αιτιολογηµένη γνώµη ή εισήγηση ή πρόταση που διατύπωσαν ή απόφαση που εξέδωσαν ή παράλειψή τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, εκτός από την περίπτωση που ενήργησαν µε δόλο ή µε σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους ή σε άλλον παράνοµο περιουσιακό όφελος ή να βλάψουν το Δηµόσιο ή άλλον κατά τα οριζόµενα στις κείµενες ποινικές διατάξεις ή σε περίπτωση παραβίασης του απορρήτου των πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους….». Σημειώνεται ότι με το άρθρο 70 του ν. 4871/2021 η ως άνω παράγραφος τροποποιήθηκε και μεταξύ άλλων προβλέφθηκε ότι τα ως άνω ισχύουν και για τον  και τα μέλη της Επιτροπής Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών του άρθρου 70Α του ν. 2238/1994 καθώς και για τη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων.

γ) Με το άρθρο 64 του ν. 4603/2019 τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρου 33 του ν. 4389/2016 (βλ. τη μορφή του άρθρου πριν την ως άνω τροποποίηση) και προβλέπεται  με παρεμφερή διατύπωση (όπως στην ανωτέρω περίπτωση β) i) το ποινικό ανεύθυνο, το ακαταδίωκτο και η απαγόρευση εξέτασης του Διοικητή, του Προέδρου, των μελών του Συμβουλίου Διοίκησης και των υπαλλήλων της ΑΑΔΕ, πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στο νόμο (π.χ. όταν γίνεται με δόλο ή για προσπορισμό παράνομου οφέλους κοκ) ii) η υπό προϋποθέσεις μόνο ύπαρξη ποινικής ευθύνης των αρμόδιων για τον έλεγχο και τον προσδιορισμό δημοσίων εσόδων οργάνων για την παραγραφή των υποθέσεων  που τους ανατίθενται προς έλεγχο (μόνο αν υπάρχει δόλος, ή προσπορισμός παράνομου οφέλους κοκ) και iii) η υπό προϋποθέσεις ύπαρξη ποινικής, πειθαρχικής και αστικής ευθύνης στις περιπτώσεις που περιγράφονται στις παρ. δ-στ του άρθρου αυτού.

Για περισσότερες διατάξεις που προβλέπουν αντίστοιχες ρυθμίσεις μπορείτε να δείτε και άρθρα Χ. Μυλωνόπουλου και Δ. Τσιλίκη.

Η ψήφιση τέτοιου είδους διατάξεων με βάση τις οποίες ο νομοθέτης επιφυλάσσει (σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό) διαφορετική μεταχείριση σε συγκεκριμένες ομάδες προσώπων για τις πράξεις στις οποίες προχώρησαν κατά την τέλεση των καθηκόντων τους, όποιος και αν είναι ο σκοπός που τελικά εξυπηρετούν, εγείρει προβληματισμούς σχετικά με την συμβατότητά τους με συνταγματικές αρχές και υπερεθνικής ισχύος διατάξεις (όπως π.χ.  τις προβλεπόμενες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου). Και τούτο διότι η πρόβλεψη τέτοιου είδους «διακρίσεων» από το νομοθέτη (ιδίως στην περίπτωση που δεν αιτιολογείται ειδικά ο λόγος για τον οποίο λαμβάνουν χώρα οι εν λόγω προβλέψεις, ή/και το ανεύθυνο ή ακαταδίωκτό τους προβλέπεται άνευ όρων και περιορισμών, ή τέλος εφαρμόζεται και αναδρομικά η εν λόγω ευνοϊκή μεταχείριση) ενδέχεται να παραβιάζει την αρχή της ισότητας,  την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, το δικαίωμα της δικαστικής προστασίας των πολιτών και εν γένει την πρόσβαση στη δικαιοσύνη ή ακόμα και την την απαγόρευση χορήγησης αμνηστίας για κοινά εγκλήματα μέσω νόμου κατ’ άρθρο 47 παρ. 4 του Συντάγματος (βλ. γενικά για τα ως άνω ζητήματα 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 ). 

Σε ένα κράτος δικαίου όλοι πρέπει να θεωρούνται και να είναι επί της ουσίας ίσοι ενώπιον του νόμου ενώ ταυτόχρονα η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης να κρίνει επί των υποθέσεων που της έχουν ανατεθεί πρέπει να είναι σε κάθε περίπτωση σεβαστή. Η νομοθετική καθιέρωση ενός διαφορετικού συστήματος μεταχείρισης των πράξεων συγκεκριμένων ομάδων προσώπων δεν μπορεί παρά να θέτει εν αμφιβόλω το κατά πόσον οι ανωτέρω εγγυήσεις και αρχές τηρούνται, ιδίως στις περιπτώσεις που μία τέτοια πρόβλεψη ισχύει και αναδρομικά (όπως π.χ. στις ποινικές υποθέσεις βάσει του άρθρου 2 του Ποινικού Κώδικα). Για τον λόγο αυτό η ανά καιρούς καθιέρωση ακαταδίωκτου ή ανεύθυνου από το νομοθέτη θα πρέπει να αποφεύγεται κατά το δυνατόν. Μόνα αρμόδια να κρίνουν τελικά την ύπαρξη ή μη της όποιας ευθύνης ενός οποιουδήποτε προσώπου είναι τα δικαιοδοτικά όργανα εξετάζοντας κάθε ξεχωριστή υπόθεση που έρχεται ενώπιόν τους και όχι ο νομοθέτης εκ των προτέρων ή (ακόμα χειρότερα) μεσούσης μίας υπόθεσης.

Χριστιάννα Στυλιανίδου
Περισσοτερα
Υποστήριξε το έργο του govwatch
ΚΑΝΕ ΔΩΡΕΑ