ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ
Χριστιάννα Στυλιανίδου
«Ξέπλυμα μαύρου χρήματος»: η «νομοτεχνική βελτίωση» στο άρθρο 3 του ν. 4734/2020
10 • 12 • 2020

Με το άρθρο 3 του ν. 4734/2020 τροποποιείται το άρθρο 4 του ν. 4557/2018, το οποίο ορίζει το ποια είναι τα βασικά αδικήματα των οποίων η διάπραξη μπορεί να οδηγήσει στη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Με την κατάθεση μίας «νομοτεχνικής βελτίωσης» λίγο πριν την ψήφιση του νόμου άλλαξε δραστικά το περιεχόμενο της περίπτωσης ιη του ως άνω άρθρου. Τόσο ο τρόπος και ο χρόνος που έλαβε χώρα αυτή η αλλαγή όσο και το ουσιαστικό περιεχόμενό της δημιουργεί προβληματισμούς και υποδεικνύει την σημασία που έχει το να ακολουθούνται οι κανόνες καλής νομοθέτησης.

Α. Το ξέπλυμα χρήματος είναι «ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία απόκρυψης εγκληματικών προσόδων με τέτοιο τρόπο ώστε να φαίνονται ότι έχουν αποκτηθεί νόμιμα» και πρόκειται για μια εγκληματική δραστηριότητα που συνδέεται μεταξύ άλλων με την υπονόμευση του κράτους δικαίου και του δημοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης (βλ. διατριβή Β. Κωνσταντόπουλου).  

Το ζήτημα της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έχει ρυθμιστεί ανά τα χρόνια από διάφορους νόμους, οι οποίοι έχουν πολλάκις τροποποιηθεί, ενσωματώνοντας και οδηγίες, κανονισμούς ή συστάσεις οργάνων της ΕΕ [βλ. κυρίως i) ν. 2331/1995, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε  ii) 3691/2008, όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε iii) 4557/2018, όπως έχει τροποποιηθεί (μεταξύ άλλων με τους  ν. 4734/2020, 4816/2021, 4920/2022) και ισχύει].

Β. Με το ν. 4734/2020 τροποποιήθηκαν διάφορα σημεία του ν. 4557/2018.  Μεταξύ των διατάξεων που τροποποιήθηκαν ήταν και το άρθρο 4 («βασικά αδικήματα») του ν. 4557/2018. Παρότι στο σχέδιο νόμου που εισάγεται προς ψήφιση στη Βουλή, το μόνο στοιχείο που αλλάζει στο άρθρο 4 είναι αυτό της περ. β (βλ. εκτός από το ως σχέδιο νόμου και την σελ. 5 του πίνακα τροποποιούμενων και καταργούμενων διατάξεων), κατά τη διάρκεια της ψήφισης του νόμου κατατίθενται μία σειρά από «νομοτεχνικές βελτιώσεις», με μία από αυτές να αφορά την αναδιατύπωση της περ. ιη του άρθρου 4 (βλ. σελ. 45 πρακτικών της Βουλής). Ενώ, λοιπόν, η περ. ιη είχε ως εξής: «κάθε άλλο αδίκημα που τιμωρείται με ποινή στερητική της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι (6) μηνών και από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος», μέσω της ως άνω «νομοτεχνικής βελτίωσης» τροποποιείται ως εξής: «κάθε άλλο αδίκημα από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης» (βλ. σελ. 11 του αρχείου Σ/Ν μετά την ψήφιση των άρθρων).  

Με την ως άνω τροποποίηση, ωστόσο, φαίνεται να αλλάζει ουσιωδώς το περιεχόμενο της διάταξης και όχι να λαμβάνει χώρα κάποια τυπική διόρθωση ή να συμπληρώνεται απλώς κάποια αβλεψία του νόμου. Η ουσιαστική αυτή αλλαγή που επήλθε κατά τον χρόνο ψήφισης του νόμου, φαίνεται να παραβιάζει τους κανόνες που τίθενται από τον Κανονισμό της Βουλής (άρθρο 104 παρ. 5) και το Εγχειρίδιο νομοπαρασκευαστικής μεθοδολογίας (βλ. μεταξύ άλλων σελ. 70 και 78) για το περιεχόμενο των νομοτεχνικών βελτιώσεων/διορθώσεων. 

Αναφέροντας, λοιπόν, ο νόμος ότι ως βασικό έγκλημα νοείται και «κάθε άλλο αδίκημα από το οποίο προκύπτει περιουσιακό όφελος και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης», φαίνεται σαν να θέλησε ο νομοθέτης να  περιορίσει το πεδίο εφαρμογής του νόμου μόνο στα πλημμελήματα από τα οποία προκύπτει περιουσιακό όφελος, αφήνοντας εκτός ρύθμισης τις αντίστοιχες κακουργηματικές πράξεις. Με την επιλεγείσα διατύπωση δηλαδή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «βασικό αδίκημα» η κακουργηματική μορφή οικονομικών εγκλημάτων, όπως πχ. της απάτης, της υπεξαίρεσης, της απιστίας, τα οποία δεν προβλέπονται ρητά στη λίστα του άρθρου 4 (όπως το άρθρο 4 ίσχυε κατά το χρόνο εκείνο, μιας και τα ως άνω αδικήματα εντάσσονται στη λίστα των βασικών αδικημάτων ρητά με το νόμο 4816/2021– βλ. σελ. 23-24 της ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης του ως άνω νόμου για το πως ήταν και πως θα άλλαζε το συγκεκριμένο άρθρο). Αν οι πράξεις αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν «βασικό αδίκημα», τα «έσοδα» που προέρχονται από αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως προερχόμενα από εγκληματική δραστηριότητα (βλ. περ. 23 άρθρου 3 σε συνδυασμό  με το άρθρο 2 του ν. 4557/2018) και ως εκ τούτου στις συγκεκριμένες περιπτώσεις δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί το αδίκημα του «ξεπλύματος». 

Τα παραπάνω, ωστόσο, έρχονται σε αντίθεση με τα όσα προβλέπονταν στο εθνικό δίκαιο πριν την συγκεκριμένη αλλαγή αλλά και τα όσα προβλέπονται από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές οδηγίες στο πλαίσιο του ξεπλύματος.  Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης άλλο ήθελε να πει και άλλο τελικά είπε. Στον χώρο, όμως, του ποινικού δικαίου δεν μπορεί να έχει εφαρμογή η βούληση του νομοθέτη κόντρα στο γράμμα του νόμου και εις βάρος του κατηγορουμένου.  

Δ. Στις 14-10-2020, (δηλαδή λίγες μέρες μετά την ψήφιση του ν. 4634/2020) κατατίθεται στο πλαίσιο της συζήτησης του σχεδίου νόμου «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/904 σχετικά με τη μείωση των επιπτώσεων ορισμένων πλαστικών προϊόντων στο περιβάλλον» η υπ’ αριθμ. 514/39 14-10-2020 τροπολογία. Μέσω της (άσχετης και εκπρόθεσμης) αυτής τροπολογίας, η οποία ψηφίζεται τελικά ως άρθρο 27 του ν. 4736/2020, προβλέπεται ότι «Κατά την αληθή έννοια της περ. ιη) του άρθρου 4 του ν. 4557/2018 (Α΄ 139), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4734/2020 (Α΄ 196), στα «βασικά αδικήματα» του ν. 4557/2018, περιλαμβάνονται όλα τα αδικήματα από τα οποία προκύπτει περιουσιακό όφελος και τα οποία τιμωρούνται τουλάχιστον με ποινή φυλάκισης». Κατά τα αναφερόμενα στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης, η προτεινόμενη διάταξη κρίθηκε αναγκαία για να διευκρινιστεί η αληθής έννοια της περ. ιη «προς άρση της οποιασδήποτε ενδεχόμενης αμφισβήτησης ως προς το ότι στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διάταξης περιλαμβάνονται όλα τα αδικήματα από τα οποία προκύπτει περιουσιακό όφελος και επισύρουν στερητική της ελευθερίας ποινή» ενώ ως μακροπρόθεσμος στόχος της εν λόγω διάταξης αναφέρεται η «ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου καθώς αποτρέπεται το παράδοξο αποτέλεσμα της εφαρμογής της εν λόγω διάταξης μόνο στα αδικήματα πλημμεληματικού χαρακτήρα, εξαιρουμένων των βαρύτερων -κακουργηματικού- χαρακτήρα αξιόποινων πράξεων, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν προκύπτει από την ratio της διάταξης». 

Η εκ των υστέρων αναγνώριση του «λάθους» που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της ψήφισης του ν. 4734/2020 αποδεικνύει έμπρακτα τις συνέπειες που μπορεί να έχει (και έχει) το να μην εφαρμόζονται οι κανόνες καλής νομοθέτησης και το να λαμβάνουν χώρα ουσιαστικές αλλαγές στο κείμενο του νόμου λίγο πριν την ψήφισή του. Τέλος, το γεγονός ότι το «λάθος» αυτό έλαβε χώρα σε διάταξη ποινικού περιεχομένου δημιουργεί και επιπλέον προβληματισμούς ιδίως εν όψει του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. (αναδρομική ισχύς ηπιότερου νομου), προβληματισμοί που δεν είναι σίγουρο ότι ανατρέπονται από την εκ των υστέρων ψηφισθείσα «ερμηνευτική διάταξη».  

Χριστιάννα Στυλιανίδου
Περισσοτερα
Υποστήριξε το έργο του govwatch
ΚΑΝΕ ΔΩΡΕΑ