Mε το άρθρο 3 (Απαγόρευση των βασανιστηρίων) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφ’ εξής ΕΣΔΑ) αναγνωρίζεται το απόλυτο δικαίωμα να μην υποβάλλεται κάποιος σε βασανιστήρια ούτε σε ποινή ή μεταχείριση απάνθρωπη ή εξευτελιστική. Με αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται μία από τις θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών (βλ. περισσότερα για το περιεχόμενο του άρθρου 3 σε 1, 2). Ακόμα, το άρθρο 13 (Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της ΕΣΔΑ καθιερώνει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε παραβιάστηκε κάποιο δικαίωμα του από αυτά που αναγνωρίζονται στην ΕΣΔΑ να προσφύγει με τρόπο αποτελεσματικό ενώπιον των εθνικών αρχών και ταυτόχρονα επιβάλλει την υποχρέωση στο κράτος να προβλέψει τα κατάλληλα ένδικα βοηθήματα και μέσα για το σκοπό αυτό (βλ. περισσότερα για το περιεχόμενο του άρθρου 13 σε 1, 2 ).
Η επιβολή μίας στερητικής της ελευθερίας ποινής εξυπηρετεί συγκεκριμένους σκοπούς (ειδική και γενική πρόληψη, επανένταξη του ατόμου) και η έκτισή της έχει ως αποτέλεσμα την στέρηση του δικαιώματος της ελευθερίας. Ο εν λόγω περιορισμός είναι αναμενόμενο να επιδρά με κάποιον τρόπο και στα λοιπά δικαιώματα του ατόμου. Ωστόσο, για να συμβαδίζουν οι συνθήκες κράτησης με τις επιταγές του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το κράτος θα πρέπει να εξασφαλίζει ότι: α) τα άτομα κρατούνται σε συνθήκες συμβατές με το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, β) ο τρόπος και η μέθοδος εκτέλεσης των στερητικών της ελευθερίας ποινών δεν υποβάλλει τα άτομα αυτά σε τέτοια εξάντληση ή δοκιμασία που να υπερβαίνει το αναπόφευκτο επίπεδο των δεινών που είναι σύμφυτα με την κράτηση, καθώς και γ) ότι η υγεία και η ευημερία των ατόμων αυτών διασφαλίζονται επαρκώς, ιδίως με την παροχή της απαιτούμενης ιατρικής φροντίδας (βλ. περισσότερα σε 1, 2).
Η κατάσταση που επικρατεί στις ελληνικές φυλακές αποτελεί ένα ζήτημα που έχει σχολιαστεί επανειλημμένα από την Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT) αναδεικνύοντας το ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες κρατούνται πολλοί κρατούμενοι προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια (βλ. μεταξύ άλλων 1, 2 και γενικά 3). Για χρόνιες και επίμονες παθογένειες του ελληνικού σωφρονιστικού συστήματος έχει κάνει λόγο και ο Συνήγορος του Πολίτη (βλ. μεταξύ άλλων Ετήσια Ειδική Έκθεση OPCAT 2020-2021).
Ο υπερπληθυσμός, οι κτιριακές και λειτουργικές ελλείψεις, η ανεπαρκής ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, οι ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης και οι ανεπαρκείς παροχές και στα καταστήματα κράτησης έχουν αποτελέσει αρκετές φορές τη βάση για την καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, καθώς έχει κριθεί ότι η διαβίωση υπό αυτούς τους όρους συνιστά εξευτελιστική μεταχείριση. Η στενότητα ατομικού/προσωπικού και συλλογικού χώρου, η απουσία ιδιωτικότητας, η έλλειψη φυσικού φωτισμού, εξαερισμού και θέρμανσης, η μη συμμόρφωση προς στοιχειώδεις υγειονομικές απαιτήσεις, η απουσία δραστηριοτήτων άσκησης, αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, εργασίας ή εκπαίδευσης των κρατουμένων αποτελούν ορισμένα από τα ζητήματα που εξετάζονται. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο πως όταν η υπερπλήρωση των φυλακών φτάσει σε ένα συγκεκριμένο σημείο και ο προσωπικός χώρος που αντιστοιχεί σε κάθε κρατούμενο είναι κάτω των 3 τ.μ., αυτό το στοιχείο μπορεί από μόνο του να είναι αρκετό για να συμπεράνει το ΕΔΔΑ ότι οι συνθήκες κράτησης του εκάστοτε προσφεύγοντος συνιστούν μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Ακόμα, η μη ύπαρξη στο εθνικό δίκαιο μίας πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής που να επιτρέπει στα άτομα να παραπονεθούν για τις συνθήκες υπό τις οποίες κρατούνται έχει αποτελέσει πολλές φορές την βάση για την καταδίκη της χώρας για την παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.
Αξίζει τέλος, να αναφερθεί ότι για την ομάδα υποθέσεων Νησιώτης (συνθήκες κράτησης σε σωφρονιστικά καταστήματα και σε αστυνομικά κρατητήρια) η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης επιτήρησης, γεγονός που υποδεικνύει ότι το πρόβλημα αυτό είναι συστημικό (βλ. main cases under supervision).
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, οι 6 προσφεύγουσες παραπονέθηκαν μεταξύ άλλων για: α) τις γενικές συνθήκες κράτησής τους στις γυναικείες φυλακές της Θήβας και την έλλειψη φροντίδας προσαρμοσμένης στην κατάσταση της υγείας τους, β) την υποβολή τους σε διακριτική μεταχείριση («γκετοποίηση και στιγματισμός) λόγω του ότι είχαν προσβληθεί από τον ιό HIV και γ) την μη ύπαρξη στο εθνικό δίκαιο αποτελεσματικής προσφυγής μέσω της οποίας θα μπορούσαν να διατυπώσουν τις αιτιάσεις τους περί παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Από την άλλη πλευρά, το ΕΔΔΑ μη βρίσκοντας κάποιο λόγο να απομακρυνθεί από την προηγούμενη πάγια νομολογία του, διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ λόγω της μη ύπαρξης στο εθνικό δίκαιο ενός πραγματικού και αποτελεσματικού ενδίκου μέσου που να επιτρέπει στις προσφεύγουσες να παραπονεθούν για τις συνθήκες κράτησής τους.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 3 και 13 της ΕΣΔΑ, λόγω των συνθηκών κράτησης των προσφευγόντων στις Φυλακές Μαλανδρίνου και της μη ύπαρξης κάποιου πραγματικού ενδίκου βοηθήματος που να τους δίνει την δυνατότητα να καταγγείλουν τις συνθήκες κράτησής τους (βλ. περισσότερα για την εν λόγω απόφαση εδώ).
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία προέκυψε από 3 προσφυγές που κρίθηκε σκόπιμο να συνεκδικασθούν, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για: α) τις συνθήκες κράτησης στην φυλακή της Λάρισας (βλ. ειδικότερα παρ. 6-13, όπου μεταξύ άλλων γίνεται αναφορά στον υπερπληθυσμό των φυλακών και τις κακές συνθήκες υγιεινής), και β) την απουσία πραγματικής προσφυγής που να τους επιτρέπει να παραπονεθούν για την παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: α) όσον αφορά και τους 3 προσφεύγοντες (πλην συγκεκριμένων χρονικών διαστημάτων για τον έναν εξ αυτών) δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι οι προσφεύγοντες δεν διευκρινίζουν στο πλαίσιο της προσφυγής τους το πως εθίγησαν προσωπικά από τα προβλήματα που υπήρχαν στην φυλακή της Λάρισας (βλ. παρ. 44-46), β) όσον αφορά τον προσφεύγοντα της προσφυγής υπ’ αριθμ. 32048/17 και για τα χρονικά διαστήματα από 14-6-2011 έως 20-9-2012 και από 11-7-2013 έως 19-1-2014 υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3, καθώς ο προσωπικός χώρος που του είχε παραχωρηθεί κατά τα ως άνω διαστήματα ήταν μικρότερος των 3 τ.μ. και γ) όσον αφορά και τους τρεις προσφεύγοντες υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, καθώς όπως επανειλημμένα έχει αποφανθεί το ΕΔΔΑ και στο παρελθόν δεν υπάρχει στο εθνικό δίκαιο κάποιο πραγματικό και αποτελεσματικό ένδικο μέσο που να επιτρέπει στους προσφεύγοντες να παραπονεθούν για τις συνθήκες κράτησής τους.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση οι 9 προσφεύγουσες παραπονέθηκαν μεταξύ άλλων για: α) τις συνθήκες κράτησής τους στις γυναικείες φυλακές της Θήβας (βλ. παρ. 16-24 και 35-40) και β) την μη ύπαρξη στο εθνικό δίκαιο αποτελεσματικής προσφυγής μέσω της οποίας θα μπορούσαν να διατυπώσουν τις αιτιάσεις τους περί παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ κρίνοντας επί της ουσίας της υπόθεσης για τις 7 από τις 9 προσφεύγουσες κατέληξε στο συμπέρασμα ότι: α) δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, καθώς οι γενικές συνθήκες κράτησης στις φυλακές της Θήβας ήταν ικανοποιητικές και οι αρχές δεν αθέτησαν την υποχρέωσή τους να παράσχουν στις προσφεύγουσες μία ιατρική περίθαλψη σύμφωνα με τις απαιτήσεις της κατάστασης της υγείας τους και β) υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, καθώς όπως επανειλημμένα έχει αποφανθεί το ΕΔΔΑ και στο παρελθόν δεν υπάρχει στο εθνικό δίκαιο κάποιο πραγματικό και αποτελεσματικό ένδικο μέσο που να επιτρέπει στις προσφεύγουσες να παραπονεθούν για τις συνθήκες κράτησής τους.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!