Το βράδυ της 9ης Μαρτίου 2024 πολυπληθής ομάδα ατόμων στοχοποίησε δύο ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στην πλατεία Αριστοτέλους, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με δημοσιεύματα στον Τύπο, «ομάδα νεαρών που βρίσκονταν εκεί κινήθηκε εναντίον των δύο μελών της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας που περνούσαν από το σημείο», ενώ στη συνέχεια «τους έβριζαν με χυδαίο τρόπο, κάποιοι εξ αυτών τους πέταξαν μπουκάλια και άλλοι τους έφτυσαν».
Για την τρανσφοβική – ομοφοβική επίθεση στη Θεσσαλονίκη η ΕΛΑΣ προχώρησε σε συλλήψεις 21 ατόμων, σε βάρος των οποίων ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη για εξύβριση κατά συρροή με ρατσιστικά χαρακτηριστικά.
Το άρθρο 82Α του Ποινικού Κώδικα σχετικά με την ύπαρξη ρατσιστικού κινήτρου κατά την τέλεση ενός εγκλήματος προβλέπει: «Εάν έχει τελεστεί έγκλημα κατά παθόντος, η επιλογή του οποίου έγινε λόγω των χαρακτηριστικών φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, το πλαίσιο ποινής διαμορφώνεται ως εξής: α) Στην περίπτωση πλημμελήματος, που τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος, το ελάχιστο όριο της ποινής αυξάνεται κατά έξι μήνες. Στις λοιπές περιπτώσεις πλημμελημάτων, το ελάχιστο όριο αυτής αυξάνεται κατά ένα έτος. β) Στην περίπτωση κακουργήματος το ελάχιστο όριο ποινής αυξάνεται κατά δύο έτη».
Σύμφωνα με το άρθρο 361 του Ποινικού Κώδικα για το έγκλημα της εξύβρισης, με βάση το οποίο ασκήθηκε δίωξη σε βάρος των φερόμενων ως δραστών, «όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Η χρηματική ποινή μπορεί να επιβληθεί και μαζί με την ποινή της φυλάκισης» (παρ. 1). «Όταν η προσβολή της τιμής δεν είναι ιδιαίτερα βαριά, αν ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις και το πρόσωπο του ατόμου που προσβλήθηκε, ο υπαίτιος τιμωρείται με κράτηση ή με πρόστιμο», σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 361.
Όσον αφορά την το έγκλημα της απειλής, το άρθρο 333 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ότι «όποιος προκαλεί σε άλλον τρόμο ή ανησυχία απειλώντας αυτόν με βία ή άλλη παράνομη πράξη ή παράλειψη, τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα έτος ή χρηματική ποινή» (παρ. 1 εδ. α’).
Στην ανακοίνωσή του το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας επισημαίνει την απουσία αποτελεσματικού εθνικού μηχανισμού υποστήριξης και προστασίας των θυμάτων ρατσιστικών εγκλημάτων, παρά τις σχετικές προβλέψεις του θεσμικού πλαισίου και, πιο συγκεκριμένα, του ν. 4478/2017 (ΦΕΚ Α’ 91/23.6.2017), ο οποίος προβλέπει τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας.
Σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ. 1 του ν. 4478/2017 (που ενσωματώνει το άρθρο 1 της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ, σκοπός του νόμου «είναι να εξασφαλίσει ότι τα θύματα αξιόποινων πράξεων τυγχάνουν της δέουσας πληροφόρησης, υποστήριξης και προστασίας προκειμένου να συμμετέχουν στην ποινική διαδικασία. Τα θύματα αναγνωρίζονται και αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία, εξατομικευμένη, επαγγελματική και χωρίς διακρίσεις προσέγγιση λόγω της φυλής, του χρώματος, της εθνικότητας, της εθνότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της κοινωνικής προέλευσης, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της περιουσιακής κατάστασης, της ηλικίας, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου, της αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης αυτού, σε κάθε επαφή με τις αρμόδιες υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων ή τις υπηρεσίες αποκαταστατικής δικαιοσύνης, στις περιπτώσεις που αυτό προβλέπεται από το νόμο ή κάθε άλλη αρμόδια αρχή, που ενεργούν στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Τα δικαιώματα που θεσπίζονται στον παρόντα νόμο ισχύουν για όλα τα θύματα χωρίς διακρίσεις, ανεξαρτήτως της εθνικότητας ή υπηκοότητάς τους και του καθεστώτος διαμονής τους».
Γι’ αυτό τον σκοπό, ο συγκεκριμένος νόμος προβλέπει μία σειρά δικαιωμάτων για τα θύματα αξιόποινων πράξεων, όπως μεταξύ άλλων το δικαίωμά τους να κατανοούν και να γίνονται κατανοητά στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 56), το δικαίωμά τους να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τη στήριξη που δύνανται να έχουν και σχετικά με τον φορέα που την παρέχει για την ιατρική τους περίθαλψης, την ψυχολογική τους στήριξη, καθώς και την παροχή μέτρων προστασίας, νομικής βοήθειας και αποζημίωσης (άρθρο 57), το δικαίωμά τους να υποβάλουν καταγγελία και να λάβουν αντίγραφό της (άρθρο 58), το δικαίωμά τους να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με την υπόθεσή τους (άρθρο 59), το δικαίωμά τους στη διερμηνεία και τη μετάφραση (άρθρο 60), το δικαίωμά τους στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υποστήριξης και φροντίδας θυμάτων (άρθρο 61), καθώς και το δικαίωμά τους στην υποστήριξη από τις υπηρεσίες υποστήριξης θυμάτων (άρθρο 62).
Ωστόσο, παρά την ενωσιακή και πλέον εθνική νομοθεσία, η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει διαμορφώσει έναν εθνικό μηχανισμό υποστήριξης και προστασίας των θυμάτων ρατσιστικών εγκλημάτων, «γεγονός που εκθέτει τα θύματα στον κίνδυνο να βιώσουν εκ νέου τραύμα μέσω της δευτερογενούς θυματοποίησης ή/και της επαναθυματοποίησης», «σε μία περίοδο που διαπιστώνεται έντονη ρητορική μίσους κατά ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων με αφορμή τη συζήτηση και την ψήφιση του νόμου που νομιμοποιεί τους γάμους ομόφυλων ζευγαριών. Τόσο μέσα από τον επίσημο λόγο υψηλόβαθμων πολιτικών και μελών του κοινοβουλίου όσο και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αλλά και από εκπροσώπους της Εκκλησίας στη χώρα», σημειώνει το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας.
Η προστασία των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και εν γένει των πολιτών από εγκλήματα με ρατσιστικό κίνητρο βασίζεται μεταξύ άλλων και στο άρθρο 4 του Συντάγματος (Ισότητα των Ελλήνων), σύμφωνα με το οποίο «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» (παρ. 2), καθώς και στο άρθρο 5 του Συντάγματος (Ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, προσωπική ελευθερία), σύμφωνα με το οποίο «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Xώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη» (παρ. 1) και «όλοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, χωρίς διάκριση εθνικότητας, φυλής, γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων» (παρ. 2 εδ α’).
Με βάση το ελληνικό Σύνταγμα και την προαναφερθείσα εθνική και ενωσιακή νομοθεσία, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα και εν γένει οι πολίτες θα πρέπει να προστατεύονται από λεκτικές και σωματικές επιθέσεις σε βάρος τους, οι οποίες έχουν ρατσιστικά κίνητρα και στοχοποιούν τα θύματα λόγω ταυτοτικών χαρακτηριστικών τους ή χαρακτηριστικών φύλου.
Ακόμη, όλα τα θύματα αξιόποινων πράξεων θα πρέπει να έχουν ίση, αποτελεσματική και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στα δικαιώματά τους και να αντιμετωπίζονται με σεβασμό, ευαισθησία, εξατομικευμένη, επαγγελματική και χωρίς διακρίσεις προσέγγιση λόγω της φυλής, του χρώματος, της εθνικότητας, της εθνότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, της κοινωνικής προέλευσης, των πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, της περιουσιακής κατάστασης, της ηλικίας, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της ταυτότητας ή των χαρακτηριστικών φύλου, της αναπηρίας ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασής τους.
Ωστόσο, στην εξεταζόμενη περίπτωση δύο ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα δέχθηκαν λεκτική και σωματική επίθεση λόγω συγκεκριμένων ταυτοτικών χαρακτηριστικών, ενώ σύμφωνα με το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας η Ελλάδα δεν έχει διαμορφώσει έναν εθνικό μηχανισμό υποστήριξης και προστασίας των θυμάτων ρατσιστικών εγκλημάτων, τα οποία στοιχοποιούνται ακριβώς λόγω ταυτοτικών χαρακτηριστικών τους.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!