Στις 29 Ιανουαρίου 2025 δημοσιεύθηκε η απόφαση 4086/2024 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία αναγνώρισε ότι το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την πρωτόδικη απόφασή του συμμορφώθηκε πλημμελώς -και όχι πλήρως, ως όφειλε από το ενωσιακό δίκαιο- σε απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΓΔΕΕ).
Σύμφωνα με το σκεπτικό του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, από την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) προκύπτει η υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόζουν πλήρως τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και τα καθήκοντα που απορρέουν από τις Συνθήκες της ΕΕ στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της αμοιβαίας συνεργασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι εθνικές Αρχές οφείλουν, πρώτον, να ερμηνεύουν τη νομοθεσία τους σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ, δεύτερον, να αρνούνται να εφαρμόσουν οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη του εθνικού δικαίου και, τρίτον, να ακυρώνουν τις παράνομες συνέπειες της παραβίασης του δικαίου της ΕΕ.
Η σημασία του παραπάνω νομοθετικού πλαισίου στην εξεταζόμενη περίπτωση έγκειται στο ότι, κατά το σκεπτικό της απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκανε μόνο εν μέρει δεκτή αγωγή εταιρείας για την επιστροφή ποσού που κρίθηκε ως αχρεωστήτως καταβληθέν προς το ελληνικό Δημόσιο, χωρίς όμως να επιβάλει στις εθνικές Αρχές να επιστρέψουν και τους τόκους που η εταιρεία στερήθηκε από την ημερομηνία καταβολής του ένδικου ποσού του κεφαλαίου έως την ημερομηνία επιστροφής του, παρά τη σχετική όχληση τους. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι αν ένα χρηματικό ποσό κριθεί κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του ΔΕΕ ως αχρεωστήτως καταβληθέν, τότε πρέπει να επιστραφεί μαζί με τους τόκους υπερημερίας.
Με βάση τα παραπάνω, το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών δέχθηκε την έφεση της εταιρείας και εξαφάνισε την οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών κατά το μέρος που απέρριψε την αξίωση της εταιρείας για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και την καταβολή τόκων υπερημερίας, ακριβώς στη βάση της πλημμελούς συμμόρφωσης των οργάνων του ελληνικού Δημοσίου σε απόφαση του ΓΔΕΕ από τη μη καταβολή τόκων υπερημερίας επί ποσού που καταβλήθηκε αχρεωστήτως, πεδίο στο οποίο τυχαίνει εφαρμογής και το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ), το οποίο προβλέπει: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών».
Ως κράτος μέλος της ΕΕ, η Ελλάδα οφείλει, σύμφωνα με την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), να εφαρμόζει πλήρως τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου και τα καθήκοντα που απορρέουν από τις Συνθήκες της ΕΕ στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού και της αμοιβαίας συνεργασίας.
Ωστόσο, από την εξεταζόμενη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών προκύπτει ότι η παραπάνω υποχρέωση παραβιάστηκε από το ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!