Το Διοικητικό Συμβούλιο μίας αθλητικής ομοσπονδίας εκλέγεται για τετραετή θητεία εντός του τελευταίου τετραμήνου του έτους διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Το έτος 2020 ήταν και το έτος κατά το οποίο θα διεξάγονταν κανονικά οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ωστόσο, οι υγειονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα, δεν κατέστησαν δυνατή τη διεξαγωγή των εν εκλογών για την ανάδειξη των καταστατικών οργάνων των αθλητικών ομοσπονδιών.
Για το λόγο αυτό, ψηφίστηκαν μία σειρά από διατάξεις (άρ. 143 ν. 4714/2020, το οποίο τροποποιήθηκε αρχικά με το άρ. 27 ν. 4726/2020 και ισχύει τελικά όπως τροποποιήθηκε με το αρ. 58 του ν. 4761/2020), που ρύθμιζαν τον τρόπο διεξαγωγής των εκλογών και ταυτόχρονα παρέτειναν τη θητεία των Διοικητικών Συμβουλίων
Λίγο αργότερα, ψηφίστηκε και ο ν. 4726/2020 , ο οποίος ρύθμιζε μεταξύ άλλων και τις προϋποθέσεις του δικαιώματος συμμετοχής και ψήφου στις αρχαιρεσίες για την ανάδειξη των καταστατικών οργάνων αθλητικής ομοσπονδίας. Στη συνέχεια, με το άρθρο 45 του ν. 4778/2021 και την Υπουργική Απόφαση οικ.72664/2021 προβλέφθηκε η δυνατότητα διεξαγωγής των εκλογών και με ψηφιακά μέσα. Τέλος, με το άρθρο 117 του ν. 4790-2021 προβλέφθηκε ότι «Αθλητική ομοσπονδία στην οποία, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχει διοριστεί προσωρινό διοικητικό συμβούλιο δυνάμει απόφασης δικαστηρίου… διεξάγει υποχρεωτικά αρχαιρεσίες για την ανάδειξη καταστατικών οργάνων το αργότερο έως την 31η.5.2021». Η ρύθμιση αυτή κρίθηκε απαραίτητη καθώς ορισμένες ομοσπονδίες «…εσφαλμένα θεώρησαν ότι δεν δεσμεύονται από τα χρονικά όρια που τίθενται στο άρθρο 143 του ν. 4714/2020, όπως ισχύει σήμερα, με αποτέλεσμα να μην είναι πλέον σε θέση να τηρήσουν τις νόμιμες προθεσμίες για την προκήρυξη αρχαιρεσιών, τη σύνταξη εκλογικών καταλόγων και την επικύρωση των τελευταίων από τη Γ.Γ.Α.».
Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι το πλήθος των διατάξεων που ψηφίστηκαν και τροποποιήθηκαν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα καθώς και το άκρως συγκεκριμένο περιεχόμενο του άρθρου 117 του ν. 4790/2021, δεν μπορούν παρά να προκαλούν προβληματισμούς σχετικά με το σκοπό που εξυπηρετούσε η όλη αυτή νομοθετική συμπεριφορά.
Παρά το γεγονός ότι η αναφορά του Υφυπουργού κλείνει με τη φράση «Με απόλυτο σεβασμό προς τη Δικαιοσύνη και την ανεξάρτητη λειτουργία της … αισθάνθηκα την ανάγκη να αναδείξω και καταγγείλω με την παρούσα μία κατάσταση που υπονομεύει την αξιοπιστία των θεσμών …», ο τρόπος με τον οποίο έλαβε χώρα αυτή η καταγγελία, το όργανο στο οποίο επιλέχθηκε να κατατεθεί καθώς και ο χρόνος που αυτό συνέβη (ενώ δηλαδή εκκρεμούσαν αιτήσεις ενώπιον των δικαστικών Αρχών για ζητήματα που άπτονται του περιεχομένου της αναφοράς), προκάλεσε την αντίδραση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Και τούτο διότι, η επιλογή της κατάθεσης μίας αναφοράς στο Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης (δηλαδή ενός οργάνου που σύμφωνα με τα άρθρα 15 και 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων έχει πολύ συγκεκριμένες αρμοδιότητες, που σε καμία περίπτωση δεν περιλαμβάνουν την ουσιαστική κρίση επί συγκεκριμένης υπόθεσης) και όχι η ανάδειξη του καταγγελλόμενου ζητήματος μέσω της άσκησης των νομίμων ενδίκων βοηθημάτων ή την προσφυγή στις εισαγγελικές αρχές, δημιουργεί προβληματισμούς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ωστόσο αναφορές με άμεσες ή συγκαλυμμένες παραινέσεις προς τους δικαστικούς λειτουργούς, που στοχεύουν στο να κατευθύνουν τη δικαιοδοτική τους κρίση, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές σε ένα Κράτος Δικαίου». Σημειώνεται ότι προβληματισμούς αναφορικά με την σκοπιμότητα της κατάθεσης της εν λόγω αναφοράς εξέφρασαν και οι τομεάρχες Δικαιοσύνης και Αθλητισμού της Κ.Ο του ΣΥΡΙΖΑ, Θ. Ξανθόπουλος και Θ. Μωραΐτης
Η διάκριση των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης αποτελούν βασικά στοιχεία του κράτους δικαίου. Οι υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων κρίνονται και εκδικάζονται με βάση τους κανόνες της Πολιτικής Δικονομίας από τους δικαστές στους οποίους έχει ανατεθεί η συγκεκριμένη υπόθεση, ενώ η έρευνα περί της ύπαρξης εγκληματικών ενεργειών αποτελεί αρμοδιότητα της Εισαγγελίας. Οποιουδήποτε είδους οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο, στις περιπτώσεις που η έκφραση γνώμης για την ουσία των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων προέρχεται από την εκτελεστική εξουσία, καθώς εμπεριέχει κινδύνους για τη διάκριση των εξουσιών.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, η επιλογή του Υφυπουργού Αθλητισμού να προχωρήσει στην κατάθεση αναφοράς προς το Συμβούλιο Διοίκησης αντί να χρησιμοποιήσει τα νόμιμα μέσα που του παρέχονται από το νόμο (να καταγγείλει τις παράνομες πράξεις που υπέπεσαν στην αντίληψή του στις εισαγγελικές αρχές ή να παρέμβει στις εκκρεμούσες διαδικασίες με τους τρόπους και τα μέσα που τυχόν του δίνονται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας), δεν μπορεί παρά να δημιουργεί προβληματισμούς σχετικά με την σκοπιμότητα που αυτή επιλογή εξυπηρετούσε.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!