ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Θοδωρής Χονδρόγιαννος 18 • 05 • 2024

Ζήτημα σύγκρουσης συμφέροντος: Η περίπτωση του συνταγματολόγου Αντώνη Μανιτάκη

Θοδωρής Χονδρόγιαννος
Ζήτημα σύγκρουσης συμφέροντος: Η περίπτωση του συνταγματολόγου Αντώνη Μανιτάκη
18 • 05 • 2024

Το υπουργείο Παιδείας ζήτησε την επιστημονική άποψη του κ. Αντώνη Μανιτάκη σχετικά με τη συνταγματικότητα του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ενώ ο συνταγματολόγος είναι παράλληλα στέλεχος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας που φιλοδοξεί να ιδρύσει ιατρική σχολή σε συνεργασία με το CVC ακριβώς χάρη στις διατάξεις του ίδιου νομοσχεδίου. Τα γεγονότα εγείρουν ζήτημα σύγκρουσης συμφέροντος, ελλείψει ενός αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου για την καταπολέμηση συγκρούσεων συμφερόντων και περιστρεφόμενων πορτών.

Το υπουργείο Παιδείας ζήτησε την επιστημονική άποψη του κ. Αντώνη Μανιτάκη σχετικά με τη συνταγματικότητα του νομοσχεδίου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ενώ ο συνταγματολόγος είναι παράλληλα στέλεχος του Πανεπιστημίου Λευκωσίας που σκοπεύει να ιδρύσει ιατρική σχολή σε συνεργασία με το CVC ακριβώς χάρη στις διατάξεις του ίδιου νομοσχεδίου, οι οποίες πλέον αποτελούν νόμο του κράτους (ν. 5094/2024 | ΦΕΚ Α’/13.3.2024). Τα ως άνω δεδομένα εγείρουν, ελλείψει ενός αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου, ζήτημα σύγκρουσης συμφέροντος. 

Ας δούμε αναλυτικότερα τις ιδιότητες του κ. Μανιτάκη. Από το 2020, ο επιφανής συνταγματολόγος διατελεί πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Νομικής Σχολής του (ιδιωτικού και κερδοσκοπικού) Πανεπιστημίου Λευκωσίας. Αυτή η ιδιότητα έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας σχεδιάζει, σε συνεργασία με την επιχείρηση Hellenic Healthcare Group (συμφερόντων του fund CVC Capital Partners που ελέγχει ιδιωτικά νοσοκομεία όπως Υγεία και Metropolitan), τη δημιουργία της πρώτης ιδιωτικής Σχολής Ιατρικής στην Ελλάδα.

Γι’ αυτόν τον σκοπό, άλλωστε, στις 29 Ιανουαρίου 2024 Πανεπιστήμιο Λευκωσίας και Hellenic Healthcare Group ανακοίνωσαν κοινά εταιρικά σχήματα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Η γνωστοποίηση έγινε αρκετές μέρες πριν το υπουργείο Παιδείας θέσει το νομοσχέδιο σε διαβούλευση (8 Φεβρουαρίου 2024).

Ωστόσο, παρά τις παραπάνω ιδιότητες του κ. Μανιτάκη, το υπουργείο Παιδείας, επί υπουργίας Κυριάκου Πιερρακάκη, ζήτησε την επιστημονική του άποψη σχετικά με τη συνταγματικότητα του νομοσχεδίου, όπως ανέφερε ο ίδιος ο συνταγματολόγος σε ρεπορτάζ του Reporters United: «Στο διάστημα κατά το οποίο έγιναν οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβερνήσεως και ξεκίνησε ο δημόσιος διάλογος για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, προφανώς έγιναν συζητήσεις και με συναδέλφους συνταγματολόγους και με συναδέλφους υπουργούς. Ανταλλάξαμε απόψεις και ζητήθηκε η γνώμη μου. Το ερώτημα μού τέθηκε και από το υπουργείο [Παιδείας]. Ως εκ τούτου εξέφρασα τις απόψεις μου, και φυσικά αυτό δεν έγινε επ’ αμοιβή. Τις θέσεις μου άλλωστε τις είχα προδημοσιεύσει και ήθελαν να επιβεβαιώσουν ότι το κείμενο του νόμου θα είναι συμβατό με το Σύνταγμα. Στο πλαίσιο της επεξεργασίας ενός νομοσχεδίου, είναι αδύνατον ένα υπουργείο να μη ζητάει τη γνώμη συνταγματολόγων, ώστε να εξετάσει τη συμβατότητά του με το Σύνταγμα. Πιστεύω ότι η θέση της γνωμοδότησής μου, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά πριν από δυόμισι χρόνια, λήφθηκε υπόψη σοβαρά από νομοτεχνικές επιτροπές του υπουργείου για το νομοσχέδιο».

Στην περίπτωση του κ. Σπυρόπουλου τα δεδομένα είναι συγκεκριμένα. Σύμφωνα με το έγγραφο της ανάθεσης στη Διαύγεια, τον περασμένο Δεκέμβριο το υπουργείο Παιδείας ανέθεσε στη δικηγορική εταιρεία του συνταγματολόγου τη σύνταξη γνωμοδότησης για τη συνταγματικότητα του νομοσχεδίου, έναντι 20.000 ευρώ. Άρα, εδώ η κοινή γνώμη γνωρίζει ότι η γνωμοδότηση, που τάσσεται υπέρ της συνταγματικότητας των κυβερνητικών ρυθμίσεων, συντάχθηκε μετά από ανάθεση του υπουργείου, γεγονός που συνυπολογίζεται στον δημόσιο διάλογο.

Ωστόσο, το ζήτημα χρειάζεται περισσότερη διαφάνεια στην περίπτωση γνωμοδότησης του κ. Μανιτάκη, καθώς εκεί δεν κατέστη σαφές αν συντάχθηκε έπειτα από ανάθεση. Ας δούμε τα γεγονότα: Τον Ιούλιο του 2023 ο κ. Μανιτάκης δημοσίευσε στο νομικό περιοδικό Constitutionalism γνωμοδότηση (έτσι χαρακτηρίζεται από το ίδιο το κείμενο) υπέρ της εγκατάστασης παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Η γνωμοδότηση δημοσιεύθηκε και στο περιοδικό Δικαιώματα του Ανθρώπου. Στο κείμενο επισημαίνεται η διπλή ιδιότητα του κ. Μανιτάκη (συνταγματολόγου και επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας).

Το ενδιαφέρον είναι ο ανύποπτος χρόνος δημοσίευσης της γνωμοδότησης. Λίγο αργότερα, δημοσιεύματα σε φιλικά προς την κυβέρνηση προσκείμενα μίντια (Πρώτο Θέμα, ekathimerini.gr, Παραπολιτικά, Liberal) θα μιλούσαν για συμφωνία CVC Capital Partners και Πανεπιστημίου Λευκωσίας (όπου εργάζεται ο κ. Μανιτάκης) με σκοπό την ίδρυση της πρώτης ιδιωτικής Ιατρικής Σχολής στην Ελλάδα, παρότι το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο όχι απλώς δεν υπήρχε, αλλά θα εμφανιζόταν στη διαβούλευση έξι μήνες αργότερα. Πρακτικά, η γνωμοδότηση Μανιτάκη παρενέβη με ένταση στη νομική συζήτηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και λίγες εβδομάδες μετά ακολούθησε η είδηση για την πρώτη ιδιωτική σχολή από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας που συνδέεται με τον κ. Μανιτάκη και έχει άμεσο συμφέρον από το κυβερνητικό νομοσχέδιο. 

Τα παραπάνω θέτουν ένα βασικό ερώτημα: Πώς η Hellenic Healthcare Group, το CVC Capital Partners και το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας κάνουν τόσο προωθημένες συζητήσεις για ιδιωτική σχολή από τα μέσα του 2023 και η κοινή γνώμη (η φοιτητική κοινότητα και οι οικογένειές τους) πληροφορείται επισήμως το σχετικό νομοθετικό εγχείρημα έξι μήνες μετά, το οποίο η κυβέρνηση φέρνει (κατά τον συνταγματολόγο Μποτόπουλο) με μια «μη νόμιμη βιασύνη»; 

Σχετικά με το αν η γνωμοδότησή του συνδέεται με τη θέση του στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, ο κ. Μανιτάκης είπε στο σχετικό ρεπορτάζ: «Το ζήτημα των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων με είχε απασχολήσει και παλαιότερα. Έχοντας την ιδιότητα του επικεφαλής της επιστημονικής επιτροπής του Πανεπιστημίου της Λευκωσίας, πριν από δυόμισι χρόνια συνέταξα μελέτη σχετικά με το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Το συγκεκριμένο ζήτημα τέθηκε και από τη δημόσια συζήτηση και από το Πανεπιστήμιο της Λευκωσίας, και ως εκ τούτου συνέταξα τη σχετική μελέτη, την οποία αργότερα γνωστοποίησα τόσο δημόσια όσο και στην κυβέρνηση. Η συνταγματική θεωρία έχει ασχοληθεί διαχρονικά και σε βάθος με το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, στο πλαίσιο των συνταγματικών αναθεωρήσεων».

Αν και η ελληνική νομοθεσία προβλέπει κάποια περιορισμένα μέτρα για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων και περιπτώσεων περιστρεφόμενων πορτών σε κυβερνητικά αξιώματα και υψηλές θέσεις του δημοσίου, δεν καλύπτει αποτελεσματικά όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες εγείρεται τέτοιο ζήτημα. 

Συγκεκριμένα, ρυθμίσεις σχετικά με ασυμβίβαστα κυβερνητικών προσώπων προβλέπονται στον ν. 4622/2019 (άρθρα 68-76) για το Επιτελικό Κράτος (ΦΕΚ Α’ 133 / 7.8.2019, όπως έχει κωδικοποιηθεί από μεταγενέστερες νομοθετικές ρυθμίσεις). Ο νόμος προβλέπει ότι για όσα πρόσωπα διορίζονται ως μέλη της κυβέρνησης και υφυπουργοί «αναστέλλεται αυτοδικαίως η άσκηση οποιασδήποτε επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας». Ταυτόχρονα προβλέπεται ότι τα μέλη της κυβέρνησης οφείλουν για ένα έτος μετά την αποχώρησή τους να λαμβάνουν άδεια από την Επιτροπή Δεοντολογίας της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας για οποιαδήποτε επαγγελματική δραστηριότητα σχετίζεται με τη δραστηριότητα του φορέα στον οποίο είχαν διοριστεί, εφόσον μπορεί να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων. 

Ωστόσο, το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο δεν κρίνεται επαρκές. Πιο συγκεκριμένα, η έκθεση από τον Πέμπτο Κύκλο Αξιολόγησης της Ομάδας Χωρών του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά της Διαφθοράς (GRECO), αναλύοντας το πλέγμα των παραπάνω διατάξεων, έχει προχωρήσει σε σωρεία συστάσεων προς την ελληνική κυβέρνηση αναφορικά με τους κανόνες σύγκρουσης συμφερόντων, συστήνοντας μεταξύ άλλων «η νομική κατάσταση και οι υποχρεώσεις των πολιτικών συμβούλων (σ.σ.: των συνεργατών και των ειδικών συμβούλων των μελών της κυβέρνησης) να διευκρινιστούν και με ακρίβεια να διευθετηθούν για να τεθούν υπό τα υψηλά πρότυπα ακεραιότητας, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών κανόνων δεοντολογίας, των συγκρούσεων συμφέροντος και υποχρεώσεων οικονομικής δημοσιοποίησης». 

Από τη σύσταση της GRECO προκύπτει ότι ο κορυφαίος φορέας του Συμβουλίου της Ευρώπης για την καταπολέμηση της διαφθοράς έχει κρίνει ότι χρειάζεται ένα πληρέστερο νομοθετικό πλαίσιο για τους πολιτικούς συμβούλους που έχουν ήδη μία (είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού δικαίου) εξαρτημένη σχέση εργασίας με το κράτος, κάτι που αναδεικνύει την ανάγκη υιοθέτησης μέτρων διαφάνειας, δεοντολογίας και αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων για τους ιδιώτες που, όπως στην περίπτωση του κ. Αντώνη Μανιτάκη, παρέχουν (τυπικά ή άτυπα) συμβουλευτικές υπηρεσίες προς το κράτος, ενώ παράλληλα έχουν εξαρτημένη και έμμισθη σχέση εργασίας με ιδιωτικό (ενδεχομένως και κερδοσκοπικό) φορέα, η λειτουργία του οποίου επηρεάζεται από τη νομοθετική παραγωγή, στο πλαίσιο της οποίας το στέλεχός του παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες προς την κυβέρνηση.

Πού είναι το πρόβλημα με το Κράτος Δικαίου;

Ένα Κράτος Δικαίου θα πρέπει να προβλέπει συγκεκριμένα μέτρα που θα θέτουν υπό καθεστώς διαφάνειας και θα καταπολεμούν αποτελεσματικά όλες τις περιστρεφόμενες πόρτες και τις συγκρούσεις συμφερόντων. 

Ωστόσο, όπως προκύπτει από την περίπτωση του κ. Αντώνη Μανιτάκη, η Ελλάδα δεν έχει υιοθετήσει ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα καλύπτει όλες αυτές τις περιπτώσεις και, πιο συγκεκριμένα, να προβλέπει κανόνες και όρους σχετικά με το αν και τον τρόπο με τον οποίο το στέλεχος ενός ιδιωτικού και κερδοσκοπικού οργανισμού θα μπορεί να παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες προς την κυβέρνηση για ένα νομοσχέδιο το οποίο ρυθμίζει τη λειτουργία του οργανισμού με τον οποίο συνδέεται μέσω εξαρτημένης σχέσης εργασίας. 

Η έλλειψη τέτοιων μέτρων καθιστά πιο εύκολη τη μη διαφανή άσκηση επιρροής και λόμπι εκ μέρους ιδιωτικών φορέων κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας και τη νομοθέτηση.

Θοδωρής Χονδρόγιαννος
Περισσοτερα
Αν έχεις εντοπίσει παραβίαση του Κράτους Δικαίου, κάνε κι εσύ αναφορά!
ΕΠΩΝΥΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΜΕΣΩ ΦΟΡΜΑΣ ΣΤΟ GOVWATCH
ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ GLOBALEAKS
Υποστήριξε το έργο του govwatch
ΚΑΝΕ ΔΩΡΕΑ