ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΕ
Θοδωρής Χονδρόγιαννος
Επιστημονικές απόψεις για τις υποκλοπές της ΕΥΠ και τη σχέση ΕΥΠ – Predator
21 • 10 • 2024

Κατά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της δικαστικής διερεύνησης του σκανδάλου των υποκλοπών, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γεωργία Αδειλίνη εξέφρασε τη θέση ότι ο νόμος «δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις διατάξεις» της εισαγγελέως της ΕΥΠ για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας κατά «το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ωστόσο, σημαίνουσες προσωπικότητες και καθηγητές από τον χώρο του δικαίου εξέφρασαν τεκμηριωμένες επιστημονικές απόψεις που ουσιαστικά διαψεύδουν την παραπάνω διατύπωση της κ. Αδειλίνη, καθώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι θα πρέπει να υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην εισαγγελική άδεια για άρση του απορρήτου από την ΕΥΠ και την Αντιτρομοκρατική, η οποία άδεια συνιστά αναγκαία δικαιοκρακτική εγγύηση και απαίτηση του κράτους δικαίου. 

Στις 30 Ιουλίου 2024, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γεωργία Αδειλίνη εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με τα αποτελέσματα της δικαστικής διερεύνησης του σκανδάλου των υποκλοπών, την οποία πραγματοποίησε ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κ. Αχιλλέας Ζήσης.

Στην εν λόγω ενημέρωσή της για την υπόθεση, η κ. Αδειλίνη επεσήμανε ότι ως προς διατάξεις περί άρσης απορρήτου των επικοινωνιών που εκδόθηκαν από την εισαγγελέα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), Βασιλική Βλάχου, «τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994, διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η ΕΥΠ, προτού προχωρήσει στην παρακολούθηση κάποιου πολίτη ή κάποιας πολίτιδας για λόγους εθνικής ασφάλειας, οφείλει να κάνει σχετικό αίτημα στον εισαγγελέα της ΕΥΠ και να λάβει σχετική εισαγγελική διάταξη.

Ο κ. Ράμμος ανέπτυξε τη θέση του ως εξής: «Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη τεκμηρίωση η παραδοχή ότι, όποιος παραμένει ανέλεγκτος τείνει αναπόφευκτα προς την αυθαιρεσία. Σε μια συνταγματική τάξη σαν την δική μας κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Και σαν συνταγματική μας τάξη πρέπει να νοηθεί η συνταγματική τάξη χώρας συμπληρούμενη από το ενωσιακό δίκαιο (και ειδικότερα από τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – ΧΘΔ) και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), όπως αυτά έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ). Σε μια τέτοια, λοιπόν, συνταγματική τάξη, είναι αυτονόητο ότι πρέπει να μπορεί να ελεγχθεί, επί τη βάσει στοιχείων και κριτηρίων, που επιβάλλει το Σύνταγμα και οι συνάδοντες με αυτό νόμοι, ο λόγος για τον οποίο επιβλήθηκε το μέτρο της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών ακόμη και στις περιπτώσεις που αυτό γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Για να μπορεί δε να διαπιστωθεί αν ο εισαγγελικός λειτουργός όντως δεν ενήργησε αυθαιρέτως, ή κατά παράβαση του γενικού συνταγματικού κανόνα της αρχής της αναλογικότητας, είναι απαραίτητο και στην περίπτωση αυτή το δοκιμασμένο δικαιοπολιτικό εργαλείο της αιτιολογίας. Κανένα όργανο της όποιας από τις τρεις εξουσίες ενός συγχρόνου κράτους δικαίου δεν νοείται να ενεργεί αναιτιολόγητα. Η αιτιολογία είναι το εργαλείο μέσω του οποίου ελέγχεται η ορθή τήρηση του συνταγματικού κανόνα της αρχής της αναλογικότητας και επιτυγχάνεται η απαραίτητη σε κάθε δημοκρατία λογοδοσία. Τα κρατικά δε όργανα, τόσο τα διοικητικά όσο και τα δικαστικά υποχρεούνται να αιτιολογούν την κάθε διοικητική πράξη, πολλώ μάλλον όταν επιβάλλονται περιορισμοί στα ατομικά δικαιώματα των πολιτών. Τέλος, η υποχρέωση αυτή απορρέει αφενός από την γενική έννοια του κράτους δικαίου και την αρχή της νομιμότητας  και αφετέρου από την αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ.1 του Συντάγματος), η οποία επιβάλλει στα κρατικά όργανα την υποχρέωση να εξασφαλίζουν υπέρ των διοικουμένων, την πιστή εφαρμογή των νόμων, την προάσπιση των νομίμως κτηθέντων από αυτούς αγαθών, καθώς και τον σεβασμό και την προαγωγή με κάθε πρόσφορο μέσο την εμπιστοσύνης των διοικουμένων στο νόμο (πρβλ. ΣτΕ 3500/2009)». 

Ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ προσθέτει στην ανάπτυξη του σκεπτικού του ότι η αναγκαία αιτιολογία για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών σε βάρος κάποιου πολίτη ή κάποιας πολίτιδας για λόγους εθνικής ασφάλειας πρέπει να είναι «αποτυπωμένη»: «Δε νοείται η “αιτιολογία”, άλλως το “κινούν αίτιο”, για το οποίο αποφασίστηκε να ληφθεί το επώδυνο και ιδιαιτέρως επεμβατικό σε μια θεμελιώδη ελευθερία μέτρο της συνακρόασης τηλεφωνικών συνομιλιών, να είναι μια στιγμιαία φευγαλέα σκέψη και απόφαση, η οποία  θα υπάρχει (ή θα έχει υπάρξει) μόνο στην σκέψη του αποφασίσαντος την έκδοση εισαγγελικού λειτουργού την ώρα που υπογράφει την σχετική διάταξη. Μια μορφή  αιτιολογίας θα έπρεπε, επομένως, να είναι κάπου αποτυπωμένη. Μια τέτοια “αιτιολογία” δεν θα ήταν βεβαίως δημοσιοποιήσιμη και θα ήταν προσβάσιμη μόνο στην από το Σύνταγμα ταγμένη (σ.σ.: ανεξάρτητη αρχή) για τον έλεγχο της διασφάλισης της τήρησης των όρων προστασίας του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών, στην οποία δεν νοείται αντίταξη του απορρήτου, ως προς τους όρους και την διαδικασία άρσης του απορρήτου, και αυτή δεν είναι άλλη από την ΑΔΑΕ,  οι λειτουργοί, μάλιστα, της οποίας δεσμεύονται και οι ίδιοι εκ του νόμου από το αυτό καθήκον εχεμύθειας, όπως και οι υπάλληλοι της Ε.Υ.Π. ή της Δ.Α.Ε.Ε.Β.».

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ν. 5002/2022 (ΦΕΚ Α’ 228/9.12.2022), ο οποίος ρυθμίζει το νομοθετικό πλαίσιο για τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας ή διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων, δεν επιβάλλει η ως άνω αιτιολογία να εμπεριέχεται στο σώμα της δικαστικής πράξης. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 παρ. 4 του νόμου προβλέπει: «Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας περιέχει: α) το όργανο που αιτείται την άρση, β) τον σκοπό της άρσης, γ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, δ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής, εφόσον απαιτείται για τις ανάγκες της άρσης, και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης και στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης».

Με φόντο την παραπάνω ρύθμιση, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ επισημαίνει ότι «η “αιτιολογία” αυτή, εφόσον δεν επιβάλλεται από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 4  να περιέχεται στο σώμα της πράξης, μπορεί και κυρίως επιβάλλεται να προκύπτει από τα έγγραφα περιεχόμενα στον  φάκελο, ο οποίος συνοδεύει την αίτηση άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και που, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2, αποστέλλει η αρμόδια διεύθυνση της Ε.Υ.Π. ή της Δ.Α.Ε.Ε.Β., κατά περίπτωση, στον αρμόδιο για την έκδοση της διάταξης άρσης εισαγγελικό λειτουργό».

Σε αυτό ακριβώς το σημείο της ανάλυσής του, ο κ. Ράμμος εισφέρει στοιχεία τα οποία ουσιαστικά αναιρούν την ορθότητα της θέσης της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Γεωργίας Αδειλίνη ότι ο νόμος «δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις διατάξεις» της εισαγγελέως της ΕΥΠ για την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας κατά «το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ επικαλείται απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) που, σε αντίθεση με όσα αναφέρει η κ. Αδειλίνη, επιβάλλει την ύπαρξη αιτιολογίας για άρσεις του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Κατά την απόφαση του ΔΕΕ (τα έντονα γράμματα ανήκουν στο πρωτότυπο), «λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (σ.σ.: Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ), έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική πρακτική σύμφωνα με την οποία οι δικαστικές αποφάσεις με τις οποίες χορηγείται άδεια για τη χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών, κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος των ποινικών αρχών, καταρτίζονται βάσει τυποποιημένου κειμένου χωρίς εξατομικευμένη αιτιολογία, όπου απλώς αναγράφεται, πέραν της χρονικής διάρκειας ισχύος των αδειών, ότι έχουν τηρηθεί οι προβλεπόμενες από τη νομοθεσία απαιτήσεις, περί των οποίων γίνεται λόγος στις αποφάσεις αυτές, υπό την προϋπόθεση ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι βάσει των οποίων ο αρμόδιος δικαστής έκρινε ότι τηρούνταν οι προϋποθέσεις του νόμου, υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την προκειμένη περίπτωση, μπορούν να συναχθούν ευχερώς και επακριβώς από μια συνδυασμένη ανάγνωση της αποφάσεως και της αιτήσεως περί χορηγήσεως αδείας και υπό την προϋπόθεση ότι, μετά τη χορήγηση της άδειας, παρέχεται στο πρόσωπο εις βάρος του οποίου επετράπη η χρήση ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών πρόσβαση στην αρχική αίτηση».

Με βάση τα παραπάνω, και σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, προκειμένου «να διασφαλιστεί ότι το μέτρο άρσης του απορρήτου έχει ληφθεί σύμφωνα με τη διαδικασία και τους προβλεπόμενους στο Σύνταγμα και στο νόμο όρους, θα πρέπει», κατά τον κ. Ράμμο, «στον προβλεπόμενο από τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 περ. α, ε και στ (σ.σ.: του ν. 3115/2003 – ΦΕΚ Α’ 47/27.2.2003) έλεγχο της ΑΔΑΕ να περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της ύπαρξης “αιτιολογίας”, υπό την πιο πάνω έννοια, των εισαγγελικών διατάξεων, ήτοι της εκ μέρους του εισαγγελικού λειτουργού διαπίστωσης της συνδρομής και των σχετικών πραγματικών περιστατικών που οδήγησαν στην έκδοση της εισαγγελικής διάταξης, και που συνιστούν τους όρους για την έκδοσή της».

Σχετικά με το προαναφερόμενο νομοθετικό πλαίσιο, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το άρθρο 19 του Συντάγματος κατοχυρώνει το απόρρητο των επικοινωνιών ως «απολύτως απαβίαστο» και την ΑΔΑΕ ως εγγυήτρια της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών (Άρθρο 19 παρ. 1 εδ. α’: «Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο» | Άρθρο 19 παρ. 2: «Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1»). 

Στο πλαίσιο των παραπάνω συνταγματικών προβλέψεων, οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 περ. α, ε και στ του ν. 3115/2003, ο οποίος κατοχυρώνει τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ, προβλέπουν ότι η ανεξάρτητη Αρχή, «για την εκπλήρωση της αποστολής της», δύναται να: «α) Διενεργεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν καταγγελίας, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους, σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (Ε.Y.Π.), άλλων δημοσίων υπηρεσιών οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία. Τον έλεγχο διενεργεί μέλος ή μέλη της Α.Δ.Α.Ε., συμμετέχει δε και υπάλληλός της, ειδικά προς τούτο εντεταλμένος από τον πρόεδρό της για γραμματειακή υποστήριξη της διαδικασίας του ελέγχου. Κατά τον έλεγχο αρχείων που τηρούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας παρίσταται αυτοπροσώπως ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. [και να] ε) Εξετάζει καταγγελίες σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των αιτούντων, όταν θίγονται από τον τρόπο και τη διαδικασία άρσης του απορρήτου [ενώ] στ) Στις περιπτώσεις των άρθρων 3, 4 και 5 του Ν. 2225/1994, η Α.Δ.Α.Ε. υπεισέρχεται μόνο στον έλεγχο της τήρησης των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς να εξετάζει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών».

Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εισφέρουμε μία ακόμα σκέψη του κ. Ράμμου, ο οποίος, αναφορικά με το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος, σημειώνει ότι «ο συνταγματικός νομοθέτης επέλεξε ως εγγυητή της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών, την ΑΔΑΕ, και μάλιστα (κάτι που δεν έχει προσεχθεί επαρκώς) και ως προς τα δύο εδάφια της παρ. 1 του αυτού άρθρου, ήτοι όχι μόνο ως προς την πρωταρχική και γενική προστασία του δικαιώματος (εδάφιο πρώτο), αλλά και κατά το μέρος που η πιο πάνω παράγραφος αφορά την διαδικασία της άρσης του απορρήτου από την δικαστική αρχή (εδάφιο δεύτερο). Εν ολίγοις η ΑΔΑΕ έχει επιλεγεί από τον συντακτικό νομοθέτη, με βάση αυτή την ειδικότερη συνταγματική διάταξη, που είναι η μόνη εφαρμοστέα στα θέματα που αφορούν τον έλεγχο της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, ακριβώς επειδή είναι ειδική, ως θεσμική εγγύηση, με την οποία περιβάλλει το απόρρητο των επικοινωνιών σε όλες του τις εκφάνσεις, και συνεπώς, και ως αντίβαρο εξουσίας απέναντι και στην δικαστική αρχή, στην οποία έχει ο ίδιος νομοθέτης (ο συνταγματικός) αναθέσει το έργο της εκδόσεως των διατάξεων άρσης του απορρήτου, για τις οποίες όμως δεν είναι δυνατό βασίμως να υποστηριχθεί ότι τις θέλησε ως πλήρως ανέλεγκτες. Και τούτο όχι μόνο λόγω της προαναφερθείσης ρητής και σαφούς επιταγής η ΑΔΑΕ να διασφαλίζει σε όλες τις περιπτώσεις το απόρρητο των επικοινωνιών, αλλά και διότι είναι γενική αρχή του κράτους δικαίου, ότι καμία Αρχή δεν μπορεί να δρα χωρίς κανένα έλεγχο και λογοδοσία».

Ο κ. Ράμμος δεν είναι το μόνο σημαίνον πρόσωπο που εξέφρασε επιστημονικές απόψεις οι οποίες αναιρούν το περιεχόμενο της ανακοίνωσης της κ. Αδειλίνη. Πράγματι, στις 31 Ιουλίου 2024, ο ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νίκος Αλιβιζάτος ανέφερε σε επιστημονικό άρθρο του στην Καθημερινή: «Οταν μεταξύ των παρακολουθηθέντων –και μάλιστα επί διετία– περιλαμβάνεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός (που συμβαίνει μάλιστα να κάθεται σε διπλανό γραφείο με το γραφείο του κ. Ζήση), όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι, πολιτικά, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να παρακολουθηθεί, διερωτάται κανείς πώς η κ. Αδειλίνη υιοθετεί, χωρίς δισταγμό, την άποψη ότι οι διαταχθείσες παρακολουθήσεις (σ.σ.: της ΕΥΠ) ήταν νομικά άψογες. Πολύ περισσότερο –και στο σημείο αυτό θα γίνω αυστηρότερος– όταν ανακριβώς επικαλείται απόφαση του Δικαστηρίου της Ε.Ε. για το ίδιο θέμα. Πράγματι, σε προδικαστικό ερώτημα βουλγαρικού ποινικού δικαστηρίου, το Δικαστήριο του Λουξεμβούργου αποφάνθηκε ότι οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες. Το είπε όμως υπό τον όρο ότι αυτό γίνεται “κατόπιν αιτιολογημένου και εμπεριστατωμένου αιτήματος της αρμόδιας αρχής” (στο οποίο μάλιστα μπορεί να έχει πρόσβαση ο ενδιαφερόμενος) και από το οποίο “μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης” (C-349/21)».

Στο ίδιο ζήτημα αναφέρθηκε και ο καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνης Καραμπατζός, με άρθρο του στα ΝΕΑ της 1ης Αυγούστου 2024: «Πρωτίστως οι επισυνδέσεις της ΕΥΠ κρίθηκαν από την Εισαγγελία τυπικά νόμιμες […] Και τούτο, μολονότι τον Μάιο του 2023 ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ δήλωνε κατηγορηματικά ότι “ο κ. Ανδρουλάκης δεν αποτελεί κανέναν απολύτως κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και δεν έπρεπε ποτέ να είχε τεθεί υπό παρακολούθηση”. Η αναφορά δε της Εισαγγελέως του ΑΠ, στην προσπάθειά της να στηρίξει ακριβώς τη θέση περί της νομιμότητας των επισυνδέσεων, σε νομολογία του Δικαστηρίου της ΕΕ (ΔΕΕ, C-349/21) είναι ανακριβής: όπως ορθώς επεσήμαναν ήδη οι συνάδελφοι Ν. Αλιβιζάτος και Ν. Παπασπύρου, το ΔΕΕ απεφάνθη ότι οι διατάξεις για την άρση του απορρήτου δεν χρειάζεται να είναι αιτιολογημένες, υπό τον όρο ωστόσο ότι έχει υποβληθεί προηγουμένως “αιτιολογημένο και εμπεριστατωμένο αίτημα της αρμόδιας αρχής”, από το οποίο να “μπορούν να συναχθούν ευχερώς οι λόγοι της παρακολούθησης” και στο οποίο μεταγενέστερα μπορεί να έχει πρόσβαση ο ενδιαφερόμενος· έτσι, το αίτημα επέχει θέση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που συνιστά αναγκαία δικαιοκρακτική εγγύηση».

Θα πρέπει ακόμη να επισημάνουμε ότι επιστημονικές απόψεις εκφράστηκαν αναφορικά και με τη θέση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ότι από το αποδεικτικό υλικό της δικαστικής έρευνας «συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της ΕΛΑΣ (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού». 

Αναλυτικότερα, ο καθηγητής Αλιβιζάτος σημείωσε σχετικά στο προαναφερόμενο άρθρο του: «Αντί (σ.σ.: η κ. Αδειλίνη) να σταθεί στη στερεότυπη διατύπωση ότι “δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις” για να κινηθεί ποινική διαδικασία εις βάρος των εμπλεκόμενων κρατικών λειτουργών (της ΕΥΠ και άλλων υπηρεσιών), χρησιμοποιεί το επίρρημα “αναντίλεκτα” (:“συνάγεται αναντίλεκτα”) για να ισχυρισθεί ότι οι παρακολουθήσεις του Predator δεν είχαν καμιά απολύτως σχέση με αυτές της ΕΥΠ. Λες και μόνο από σύμπτωση πάνω από είκοσι πρόσωπα παρακολουθήθηκαν και από τους δύο. Το ίδιο ισχύει και για το επίρρημα “απαρέγκλιτα”, που η κ. Αδειλίνη χρησιμοποιεί για να μας πληροφορήσει ότι από την προκαταρκτική εξέταση προκύπτει ότι η κ. Βλάχου, εισαγγελεύς της ΕΥΠ, τήρησε τη νόμιμη διαδικασία όταν διέτασσε την άρση του απορρήτου δεκάδων πολιτών. Μήπως οι κατηγορηματικές αυτές διατυπώσεις προδίδουν προκατάληψη;».

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Καραμπατζός σημείωσε στο δικό του άρθρο: «Από την ίδια την ανακοίνωση της Εισαγγελέως του ΑΠ αλλά και από τις δημόσιες αιτιάσεις προσώπων σχετιζόμενων με την υπόθεση προκύπτουν και άλλα κρίσιμα επιμέρους ερωτήματα σε σχέση με τη διενεργηθείσα προκαταρκτική εξέταση. Επί παραδείγματι: Γιατί δεν εκλήθησαν να καταθέσουν όλα τα γνωστά θύματα του Predator; Γιατί δεν έγινε έρευνα και στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας, ώστε να διακριβωθεί ποια πρόσωπα τελούσαν υπό διπλή παρακολούθηση (ΕΥΠ και Predator); Σημειωτέον ότι, καθώς φαίνεται, το εισαγγελικό πόρισμα, βασιζόμενο σε μία δημιουργική αριθμητική μόχλευση, αποδέχεται πως ήταν απλή σύμπτωση το γεγονός ότι περίπου το 1/3 όσων προσώπων διαπιστωμένα έγιναν στόχος του Predator παρακολουθήθηκαν και από την ΕΥΠ».

Πού εντοπίζεται το πρόβλημα με το Κράτος Δικαίου;

Από τις προαναφερόμενες επιστημονικές τοποθετήσεις κορυφαίων νομικών προκύπτει ότι καμία πολιτειακή Αρχή ενός σύγχρονου κράτους δικαίου δεν νοείται να ενεργεί αναιτιολόγητα και τα κρατικά όργανα, τόσο τα διοικητικά όσο και τα δικαστικά, υποχρεούνται να αιτιολογούν την κάθε πράξη τους, ειδικά στις περιπτώσεις κατά τις οποίες επιβάλλονται περιορισμοί στα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, καθώς καμία κρατική Αρχή δεν μπορεί να δρα χωρίς έλεγχο και λογοδοσία. 

Ωστόσο, στην εξεταζόμενη περίπτωση η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γεωργία Αδειλίνη υποστήριξε, στο πλαίσιο της δικαστικής διερεύνησης του σκανδάλου των υποκλοπών, ότι ο νόμος «δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις διατάξεις» της εισαγγελέως της ΕΥΠ για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας κατά «το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», διαπίστωση που, όπως αναλύθηκε, είναι ανακριβής και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, καθώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκύπτει ότι θα πρέπει να υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στην εισαγγελική άδεια για άρση του απορρήτου από την ΕΥΠ και την Αντιτρομοκρατική, η οποία άδεια συνιστά αναγκαία δικαιοκρακτική εγγύηση και απαίτηση του κράτους δικαίου. 

Θοδωρής Χονδρόγιαννος
Περισσοτερα
Αν έχεις εντοπίσει παραβίαση του Κράτους Δικαίου, κάνε κι εσύ αναφορά!
ΕΠΩΝΥΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΜΕΣΩ ΦΟΡΜΑΣ ΣΤΟ GOVWATCH
ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΡΓΑΛΕΙΟΥ GLOBALEAKS
Υποστήριξε το έργο του govwatch
ΚΑΝΕ ΔΩΡΕΑ