Στις 28 Σεπτεμβρίου 2022 το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (International Press Institute – IPI) ανέδειξε την υπόθεση της κατάθεσης δύο αγωγών και μιας μήνυσης σε βάρος του δημοσιογράφου Γιάννη Στεβή από τη διοικήτρια του νοσοκομείου της Χίου Ελένη Κανταράκη.
Με τις δύο αγωγές της η κ. Κανταράκη ζητά από τον κ. Στεβή το συνολικό ποσό των 200.000 ευρώ (100.000 ευρώ έκαστη) για εκτενή ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν στην ιστοσελίδα astraparis.gr και αφορούν τη διαχείριση δημοσίου χρήματος και την αύξηση των δαπανών του νοσοκομείου της Χίου την περίοδο της πανδημίας. Η πρώτη αγωγή κατατέθηκε τον Μάιο του 2021 και η δεύτερη τον Μάρτιο του 2022. Αμφότερες εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό, με την επόμενη δικάσιμο να έχει οριστεί για τις 5 Απριλίου 2023.
Ο κ. Στεβής δεν βρίσκεται ενώπιον μόνο της αστικής, αλλά και της ποινικής δικαιοσύνης, αφού τον Απρίλιο του 2021 η κ. Κανταράκη κατέθεσε σε βάρος του και μήνυση, η οποία επίσης εκκρεμεί. Αυτό σημαίνει ότι ο δημοσιογράφος διώκεται και ποινικά και αστικά λόγω των ρεπορτάζ του για ζητήματα που άπτονται ευθέως του δημοσίου συμφέροντος.
Το IPI χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη υπόθεση «ανησυχητική» για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι η κ. Κανταράκη δεν ανταποκρίθηκε στις πολλαπλά αιτήματα του κ. Στεβή να σχολιάσει τα ευρήματα της έρευνας, η οποία βασίστηκε και σε δημόσια έγγραφα.
Τη στήριξή τους στον κ. Στεβή έχουν εκφράσει δημοσιογράφοι και ΜΜΕ της Χίου, καθώς και η ΕΣΗΕΑ, η οποία υποστήριξε ότι νομική ενέργεια σε βάρος του δημοσιογράφου εντάσσεται στο εντεινόμενο φαινόμενο της «βιομηχανίας αγωγών» κατά όσων ασκούν το δημοσιογραφικό λειτούργημα.
Είναι ακόμη αξιοσημείωτο ότι το 2016 ο κ. Στεβής είχε δεχτεί επίθεση από μέλη της Χρυσής Αυγής λόγω των ρεπορτάζ του για το προσφυγικό, ενώ εναντίον του έχει στραφεί στα κοινωνικά δίκτυα, χωρίς να τον κατονομάζει, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νότης Μηταράκης, ο οποίος κατάγεται και εκλέγεται από τη Χίο.
Το φαινόμενο των νομικών επιθέσεων εναντίον δημοσιογράφων αποτελεί σοβαρό ζήτημα για την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα, καθώς η χώρα δεν έχει υιοθετήσει μέχρι σήμερα ειδική νομοθεσία για την προστασία μελών της κοινωνίας των πολιτών, οργανισμών, μέσων ενημέρωσης και δημοσιογράφων από τις Στρατηγικές Αγωγές κατά της Συμμετοχής του Κοινού, τις λεγόμενες SLAPP, σκοπός των οποίων είναι να φιμώσουν όσους ασκούν κριτική (μέλη της κοινωνίας των πολιτών και οργανισμούς, μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους) μέσω της ηθικής και οικονομικής εξουθένωσής τους.
Ο νόμος που διέπει το βασικό νομικό πλαίσιο των αγωγών κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης είναι ο ν. 1178/81 (ΦΕΚ Α΄187/16.7.1981 – Περί αστικής ευθύνης του τύπου και άλλων τινών διατάξεων). Η ΕΣΗΕΑ έχει ζητήσει την κατάργησή του, υποστηρίζοντας ότι ο συγκεκριμένος νόμος έχει δημιουργήσει τη νομική βάση για μια βιομηχανία αγωγών που μοναδικό σκοπό έχει να φιμώσει τον Τύπο και τους δημοσιογράφους. Μέσα από αυτές τις αγωγές, σύμφωνα με την Ένωση, οι δικαστικά επιτιθέμενοι επιχειρούν ουσιαστικά να εξοντώσουν μέσα ενημέρωσης και δημοσιογράφους, «να εμποδίσουν τη δημοσιογραφική έρευνα και να σταματήσουν τις αποκαλύψεις. Επιθυμούν η δημοσιογραφία στη χώρα μας να μην είναι αποκαλυπτική, αλλά ελεγχόμενη. Να μην ενοχλεί και να μην ασχολείται με θέματα που θίγουν συμφέροντα».
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1178/81, ο ιδιοκτήτης κάθε εντύπου υποχρεώνεται σε πλήρη αποζημίωση για παράνομη περιουσιακή ζημία και σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης για δημοσίευμα που υπαίτια έθιξε την τιμή και την υπόληψη κάποιου ατόμου, έστω και αν η κατά το άρθρο 914 του Αστικού Κώδικα υπαιτιότητα ή η κατά το άρθρο 919 του Αστικού Κώδικα πρόθεση ή η κατά το άρθρο 920 του Αστικού Κώδικα γνώση ή υπαίτια άγνοια συντρέχει στο συντάκτη του δημοσιεύματος ή, αν αυτός είναι άγνωστος, στον εκδότη ή τον διευθυντή σύνταξης του μέσου που δημοσίευσε το επίμαχο άρθρο. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 5 του ίδιου νόμου, ο αδικηθείς θα πρέπει, προτού ασκήσει αγωγή, να καλέσει με έγγραφη, εξώδικη πρόσκλησή του τον ιδιοκτήτη του εντύπου ή, όταν αυτός είναι άγνωστος, τον εκδότη ή το διευθυντή σύνταξής του, να αποκαταστήσει την προσβολή με την καταχώριση σε αυτό κειμένου που του υποδεικνύει.
Οι παραπάνω διατάξεις επιτρέπουν σε πολιτικά πρόσωπα, ισχυρούς ιδιώτες και μεγάλες επιχειρήσεις να στραφούν δικαστικά κατά μέσων και ενημέρωσης και δημοσιογράφων, απαιτώντας ως αποζημίωση υπέρογκα χρηματικά ποσά που στην πραγματικότητα δεν στοχεύουν στην αποκατάσταση ζημίας ή ικανοποίηση ηθικής βλάβης, αλλά στον εκφοβισμό ρεπόρτερ και ΜΜΕ. Με τις αρχικές του διατάξεις να έχουν ψηφιστεί πριν από 40 χρόνια, ο συγκεκριμένος νόμος δεν περιέχει διατάξεις για την προστασία από τις SLAPP.
Η μη υιοθέτηση ενός αποτελεσματικού νομοθετικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των SLAPP ουσιαστικά αφήνει μέσα ενημέρωσης, δημοσιογράφους και οργανώσεις απροστάτευτους απέναντι σε καταχρηστικές νομικές επιθέσεις από ισχυρά πολιτικά πρόσωπα ή μεγάλες πολυεθνικές που διαθέτουν τα οικονομικά μέσα για να ασκούν αγωγές και να διάγουν μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες απέναντι σε οικονομικά ασθενέστερα ΜΜΕ και δημοσιογράφους, με σκοπό να τους κάνουν να σωπάσουν, φαινόμενο που εν τέλει πλήττει κατάφορα την προστατευόμενη από το άρθρο 14 του Συντάγματος Ελευθερία του Τύπου.
Με φόντο τα παραπάνω, το κράτος οφείλει να λάβει άμεσα μέτρα για την προστασία από καταχρηστικές νομικές επιθέσεις. Την ανάγκη υιοθέτησης τέτοιων μέτρων υποστηρίζουν τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πράγματι, η Κομισιόν έχει αναλάβει πρωτοβουλία που αποσκοπεί στο «να προστατέψει δημοσιογράφους και υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» από πρακτικές SLAPP που στρέφονται εναντίον τους με σκοπό «να τους αποτρέψουν από το να ενημερώσουν το κοινό και να κάνουν ρεπορτάζ σε ζητήματα δημοσίου συμφέροντος».
Τον Νοέμβριο του 2021 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα, ζητώντας τη θέσπιση νέων κανόνων εντός της ΕΕ για τον περιορισμό των επαχθών νομικών αγωγών που αποσκοπούν, μέσα από υπερβολικούς και συχνά καταχρηστικούς ισχυρισμούς, στον εκφοβισμό, την επαγγελματική απαξίωση και τη φίμωση των επικριτικών φωνών δημοσιογράφων, οργανώσεων και μελών της κοινωνίας των πολιτών. Ανάμεσα στα μέτρα που πρότεινε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι η θέσπιση κανόνων για την πρόωρη απόρριψη των SLAPP από τα δικαστήρια, ώστε οι καταχρηστικές αγωγές να σταματούν γρήγορα βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, με παράλληλη μάλιστα επιβολή προστίμων σε ενάγοντες ιδιώτες και εταιρείες που αποτυγχάνουν να αποδείξουν ότι η προσφυγή τους στη δικαιοσύνη δεν είναι καταχρηστική.
Σε ένα Κράτος Δικαίου, όπου προστατεύονται τα ατομικά δικαιώματα και συγκεκριμένα η Ελευθερία του Τύπου, οι δημοσιογράφοι έχουν το δικαίωμα να ασκούν ελεύθερα και ανεξάρτητα, χωρίς λογοκρισία και επιρροές, το δημοσιογραφικό τους επάγγελμα.
Παρά την κατοχύρωση της Ελευθερίας του Τύπου από το άρθρο 14 του Συντάγματος, μέλη της κοινωνίας των πολιτών, οργανώσεις και δημοσιογράφοι παραμένουν μέχρι σήμερα απροστάτευτοι από το φαινόμενο της βιομηχανίας αγωγών σε βάρος τους λόγω του αναχρονιστικού νομοθετικού πλαισίου της Ελλάδας. Αυτό απαιτεί την άμεση υιοθέτηση μέτρων για την προστασία τους από καταχρηστικές νομικές επιθέσεις, αναγκαιότητα που αναγνωρίζουν τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!