Στις 25 Μαρτίου 2025 η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννα Κλάπα έδωσε εντολή για διενέργεια πειθαρχικού ελέγχου σε βάρος των λειτουργών της Δικαιοσύνης, της ανακρίτριας και της εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου, που χειρίστηκαν την υπόθεση του κυκλώματος στην Πολεοδομία Ρόδου.
«Ο πειθαρχικός έλεγχος έχει χαρακτήρα επείγοντος [και] θα διεξαχθεί για τις ανακριτικές αρχές που άφησαν ελεύθερους τους εμπλεκόμενους στο κύκλωμα Πολεοδομίας Ρόδου, παρά την ύπαρξη σοβαρών στοιχείων συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση και άλλα αδικήματα», ανέφερε σε σχετικό δημοσίευμά της η Καθημερινή, επισημαίνοντας ότι ο πειθαρχικός έλεγχος αφορά την ποινική μεταχείριση που επεφύλαξαν οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης στους φερόμενους ως εμπλεκόμενους στο κύκλωμα, τους οποίους δεν έθεσαν υπό προσωρινή κράτηση αλλά τους άφησαν ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, «καθώς κατά την κρίση τους δεν διαπιστώθηκε κίνδυνος φυγής, τέλεσης νέων παρόμοιων αδικημάτων ή προσπάθειας συγκάλυψης στοιχείων της υπόθεσης».
Η έναρξη πειθαρχικού ελέγχου εκ μέρους του Αρείου Πάγου σε βάρος λειτουργών της Δικαιοσύνης θέτει ζήτημα παραβίασης της ανεξαρτησίας του δικαστή, σύμφωνα με σωρεία παρεμβάσεων εκ μέρους ενώσεων εισαγγελέων, δικαστών και δικηγόρων.
Πιο αναλυτικά, στις 26 Μαρτίου 2025 η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος εξέδωσε ανακοίνωση, με την οποία δήλωσε ότι «η παραγγελία της άσκησης πειθαρχικού ελέγχου για δικαιοδοτική κρίση δικαστικού λειτουργού και η ευρεία γνωστοποίησή της πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και τελικά βλάπτει την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και την ίδια τη δημοκρατία, θέτοντας υπό διαρκή αμφισβήτηση τον θεσμό και τροφοδοτώντας την κακόβουλη και απαξιωτική συζήτηση περί δήθεν αδυναμίας και ανεπάρκειας των λειτουργών της».
Προς υποστήριξη του σκεπτικού της η Ένωση επεσήμανε ότι «από τις διατάξεις των άρθρων 87 – 92 του Συντάγματος προκύπτει ότι οι εισαγγελείς απολαμβάνουν λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία ενισχύεται και από τη διάταξη του άρθρου 23 παρ. 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, που ρυθμίζει τα σχετικά με τα όργανα άσκησης εποπτείας στα δικαστήρια και το περιεχόμενό της, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων είναι ανεπίτρεπτη, αλλά και από τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 εδ. γ’ του ως άνω Κώδικα, η οποία ρητώς ορίζει ότι ο εισαγγελικός λειτουργός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και την έκφραση της γνώμης του ενεργεί αδέσμευτα, υπακούοντας στον νόμο και στη συνείδησή του».
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος επικαλέστηκε και το άρθρο 109 παρ. 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), σύμφωνα με το οποίο «δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για τον δικαστικό λειτουργό: α) η άρνησή του να εφαρμόσει διατάξεις που τίθενται κατά κατάλυση του Συντάγματος ή είναι αντίθετες σε αυτό, β) η κρίση που ο δικαστικός λειτουργός εκφέρει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, γ) η έκφραση γνώμης δημόσια, εκτός αν γίνεται με προφανή σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή υπέρ ή κατά ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης, δ) η συμμετοχή και η ανάπτυξη δραστηριότητας στις αναγνωρισμένες ενώσεις δικαστών ή άλλα σωματεία και η έκφραση γνώμης και κριτικής άποψης που γίνεται στο πλαίσιο της συμμετοχής σε ένωση δικαστικών λειτουργών».
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι κατά το άρθρο 87 του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνει την ανεξαρτησία των δικαστών, «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» (παρ. 1), ενώ «οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος» (παρ. 2).
Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 109 παρ. 1 του ΚΟΔΚΔΛ, «το πειθαρχικό παράπτωμα συντελείται με υπαίτια και καταλογιστή ενέργεια ή παράλειψη του δικαστικού λειτουργού, εντός ή εκτός υπηρεσίας, η οποία αντίκειται προς τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης».
Εκτός των παραπάνω, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και το άρθρο 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή, το οποίο προβλέπει μεταξύ άλλων ότι «η διοίκηση της δικαστικής εξουσίας καθώς και η πειθαρχική δίωξη έναντι των δικαστών θα πρέπει να οργανώνονται κατά τρόπον ώστε να μην τίθεται σε κίνδυνο η ουσιαστική ανεξαρτησία των δικαστών και με τρόπο ώστε να δίδεται προσοχή μόνο σε αντικειμενικούς και συναφείς λόγους». Το ίδιο προσθέτει: «Εξαιρουμένης της περιπτώσεως δόλου ή βαριάς αμέλειας, οι οποίες διαπιστώνονται με αμετάκλητη απόφαση, δεν μπορεί να κινηθεί πειθαρχική δίωξη εναντίον δικαστή ως συνέπεια ερμηνείας του νόμου, εκτίμησης γεγονότων ή της αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων που διενήργησε ο ίδιος για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης».
Παρέμβαση για τον πειθαρχικό έλεγχο εκ μέρους του Αρείου Πάγου έκανε και η Ένωση Διοικητικών Δικαστών, η οποία επεσήμανε αφενός ότι «σύμφωνα με το άρθρο 109 παρ. 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, η κρίση που εκφέρει ο δικαστικός λειτουργός κατά την άσκηση των καθηκόντων του δεν συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα», αφετέρου ότι «η συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία των δικαστών, θεμέλιο μιας δημοκρατικής πολιτείας, παραβιάζεται όταν πρόσωπα με εξουσία άσκησης πειθαρχικού ελέγχου, παραγγέλλουν την εκκίνηση αυτού με τη διατύπωση δημόσιας επικριτικής γνώμης για την ουσία της δικαστικής κρίσης».
«Ως Ένωση Διοικητικών Δικαστών, εκφράζουμε την έντονη ανησυχία μας για το κλίμα εκφοβισμού που καλλιεργείται σε βάρος των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου, υπενθυμίζοντας ότι η επί της ουσίας ορθότητα της δικαστικής κρίσης υπόκειται μόνο στα προβλεπόμενα από το νόμο ένδικα μέσα», κατέληξε η Ένωση στην παρέμβασή της.
Σε δική της ανακοίνωση (εδώ στα αγγλικά και εδώ στα ελληνικά) η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών (European Association of Judges – EAJ) επεσήμανε αναφορικά με την εξεταζόμενη υπόθεση ότι «οι πειθαρχικές διαδικασίες είναι ευαίσθητες και εγκυμονούν δυνατότητες κατάχρησης και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούν να παραβιάσουν την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και το κράτος δικαίου, εάν δεν ρυθμίζονται και δεν εφαρμόζονται σωστά».
Κατά της διενέργειας του πειθαρχικού ελέγχου εκ μέρους του Αρείου Πάγου τάχθηκαν και οι Δικηγορικοί Σύλλογοι.
«Οι επίμονες και συχνές το τελευταίο χρονικό διάστημα παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών υπονομεύουν το κύρος της Δικαιοσύνης και το Κράτος Δικαίου. Η προσφάτως δημοσιοποιηθείσα εντολή της Προέδρου του Αρείου Πάγου για πειθαρχικό έλεγχο των δικαστικών λειτουργών στην υπόθεση της Πολεοδομίας Ρόδου, επειδή δεν διέταξαν την προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων, συνιστά ένα ακόμη βήμα οπισθοδρόμησης για την έννομη τάξη μας», ανέφερε μεταξύ άλλων σε παρέμβασή της η Συντονιστική Επιτροπή της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος.
Η ίδια πρόσθεσε: «Αντί να διαφυλάσσει την ανεξαρτησία και το κύρος της Δικαιοσύνης, η ηγεσία του Αρείου Πάγου επιχειρεί συστηματικά να ποδηγετήσει το δικαιοδοτικό έργο των δικαστών, υπό τη δαμόκλειο σπάθη του πειθαρχικού ελέγχου. Χωρίς τη γνώση των στοιχείων της δικογραφίας, μεσούσης της κατά νόμο μυστικής ποινικής προδικασίας, η ηγεσία του Αρείου Πάγου επιχειρεί να ελέγξει την κρίση του νόμιμου δικαστή της υπόθεσης. Το χειρότερο είναι ότι η συγκεκριμένη παρέμβαση δεν είναι μεμονωμένη, αλλά εντάσσεται σε μια σειρά αντίστοιχων προηγούμενων ενεργειών της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, η οποία σε πλείονες περιπτώσεις παρενέβη στο έργο των δικαστών με την προσφιλή μέθοδο της απειλής πειθαρχικού ελέγχου».
Η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων υπογράμμισε ότι οι παρεμβάσεις του Αρείου Πάγου παραβιάζουν ευθέως τη συνταγματικά και υπερνομοθετικά κατοχυρωμένη αρχή του φυσικού δικαστή (άρθρο 8 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ), αλλά και τη συνταγματικά κατοχυρωμένη προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (άρθρο 87 του Συντάγματος).
Σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος (Δικαίωμα νόμιμου δικαστή), «κανένας δεν στερείται χωρίς τη θέλησή του το δικαστή που του έχει ορίσει ο νόμος», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), «παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως».
«Η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους κατοχυρώνεται από το άρθρο 87 επ. του Συντάγματος, άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 109 παρ. 4 ΚΟΔΚΔΛ», δήλωσε από την πλευρά του ο Δικηγορικός Σύλλογος Ρόδου στις 27 Μαρτίου 2025, προσθέτοντας ότι «αν και οι δικαστικοί λειτουργοί δεν είναι ανέλεγκτοι, θα πρέπει να ελέγχονται όπως επιβάλλει το Σύνταγμα και οι νόμοι του κράτους και όχι με τέτοιου είδους παρεμβάσεις», όπως αυτή του Αρείου Πάγου.
Στις 27 Μαρτίου συνήλθε η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος με θέμα «τις επανειλημμένες παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στο δικαιοδοτικό έργο των Ελλήνων δικαστών» και αποφάσισε μεταξύ άλλων «την διερεύνηση της πειθαρχικής ευθύνης της Προέδρου του Αρείου Πάγου σύμφωνα με τον ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022) από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, για τις παρεμβάσεις της, μέσω εγκυκλίων, οδηγιών και κίνησης πειθαρχικών διώξεων σε βάρος δικαστικών λειτουργών», καθώς και «την ενημέρωση των αρμόδιων θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ευρώπης (CCBE), επισημαίνοντας τους κινδύνους που ελλοχεύουν για το κεκτημένο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού από τις παρεμβάσεις της ηγεσίας της δικαιοσύνης στο δικαιοδοτικό έργο των Ελλήνων δικαστικών λειτουργών». Στις 7 Απριλίου η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος κατέθεσε στον υπουργό Δικαιοσύνης Γιώργο Φλωρίδη αναφορά για τις μέχρι σήμερα παρεμβάσεις της Προέδρου του Αρείου Πάγου.
«Ούτε η συνταγματικώς κατοχυρωμένη δικαστική ανεξαρτησία ούτε το ανεπίτρεπτο του πειθαρχικού ελέγχου των δικαστικών λειτουργών για κρίσεις εκφερόμενες κατά την άσκηση των καθηκόντων του[ς] (άρθρο 109 παρ. 4 ΚΟΔΚΔΛ) εμπόδισαν όχι μόνο την κίνηση, αλλά δυστυχώς και τη δημοσιοποίηση της πειθαρχικής διαδικασίας», ανέφερε σε άρθρο του στο Nova Criminalia (περιοδική έκδοση της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων) o κ. Αριστομένης Τζαννετής, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων και αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Αυτού του τύπου οι πειθαρχικές έρευνες υπονομεύουν εκ των ένδον το κύρος και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και αποτελούν ένα ακόμη σύμπτωμα της διαχρονικής παθογένειας των σχέσεων μεταξύ εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας».
«Θεωρούμε και πρέπει να αποτυπωθεί με σαφήνεια αυτό ότι οι επίμονες και συχνές το τελευταίο χρονικό διάστημα παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου στο δικαιοδοτικό έργο των δικαστών αναμφισβήτητα υπονομεύουν τόσο το κύρος της Δικαιοσύνης όσο και το κράτος δικαίου αυτό καθαυτό. Η δημοσιοποιηθείσα πρόσφατα εντολή της προέδρου του Αρείου Πάγου για πειθαρχικό έλεγχο των δικαστικών λειτουργών στην υπόθεση της πολεοδομία της Ρόδου και μάλιστα επειδή δεν διέταξαν την προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων είναι ακριβώς ένα βήμα χαρακτηριστικό της οπισθοδρόμησης αυτής», ανέφερε σε άρθρο του στο Documento ο κ. Θεόδωρος Μαντάς, δικηγόρος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ).
Μετά τις αντιδράσεις εκ μέρους δικαστικών, εισαγγελικών και δικηγορικών ενώσεων, ο Άρειος Πάγος προχώρησε σε νέα ανακοίνωση, στις 26 Μαρτίου 2025, με σκοπό να υπερασπιστεί την απόφασή του για πειθαρχικό έλεγχο σε βάρος των λειτουργών της Δικαιοσύνης που χειρίστηκαν την υπόθεση του κυκλώματος στην Πολεοδομία Ρόδου.
«Πρέπει να καταστεί σαφές προς κάθε κατεύθυνση ότι η ελευθερία της γνώμης κάθε δικαστή και εισαγγελέα, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ανεξαρτήτως βαθμού, είναι θεμελιώδες στοιχείο της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του, η οποία όμως δεν μπορεί και δεν πρέπει να συγχέεται με το ανέλεγκτο», σημείωσε ο Άρειος Πάγος, προσθέτοντας: «Εξάλλου, ο έλεγχος αν η ελευθέρως διατυπωθείσα γνώμη του δικαστικού και εισαγγελικού λειτουργού εκφεύγει των ακροτάτων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας (ΟλΑΠ 9/2015), έτσι όπως αυτή προσδιορίζεται από το νόμο και την υπαγωγή σε αυτόν των αποδειχθέντων, ανήκει αποκλειστικά και μόνο στα αρμόδια προς τούτο, κατά το Σύνταγμα και τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, δικαστικά όργανα. Αυτά και μόνον, έχοντας γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας, νομίμως επιλαμβάνονται και ασκούν την αρμοδιότητα με στόχο την προάσπιση του Κράτους Δικαίου, του κύρους της Δικαιοσύνης, της δικαιικής ασφάλειας των πολιτών και την εδραίωση της εμπιστοσύνης τους προς τους Θεσμούς».
Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ζήτημα παραβίασης της ανεξαρτησίας του δικαστή από τον Άρειο Πάγο είχε τεθεί και το καλοκαίρι του 2024 αναφορικά με το ασύμβατο παρέμβασης του Αρείου Πάγου σε διερευνούμενη ποινική υπόθεση με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία του δικαστή (εδώ σχετικό άρθρο του govwatch.gr).
Σε ένα κράτος δικαίου η ανεξαρτησία του δικαστή θα πρέπει, πέραν της συνταγματικής και νομοθετικής κατοχύρωσής της, να γίνεται σεβαστή από όλες τις κρατικές Αρχές, είτε πρόκειται για τη δικαστική είτε για την εκτελεστική είτε για τη νομοθετική εξουσία.
Ωστόσο, από τις προαναφερθείσες νομικές αναλύσεις ειδικών σε ζητήματα Δικαίου εγείρεται εν προκειμένω ζήτημα παραβίασης της αρχής της ελεύθερης και ανεξάρτητης κρίσης του αρμόδιου δικαστή, παρά τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 8 του Συντάγματος και του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, του άρθρου 87 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, του άρθρου 109 παρ. 1 και 4 του ΚΟΔΚΔΛ, του άρθρου 7 παρ. 1 της Παγκόσμιας Χάρτας του Δικαστή, καθώς και των άρθρων 88 παρ. 4 και 91 παρ. 3 του Συντάγματος.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
![]()
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!