Στις 9 Δεκεμβρίου 2022, η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε τον ν. 5002/2022 (ΦΕΚ Α’ 228/9.12.2022), εισάγοντας αλλαγές στη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, με φόντο το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων και τη χρήση του παράνομου λογισμικού υποκλοπών Predator κατά στόχων στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του σχετικού νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, το νέο νομοθετικό πλαίσιο αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην αποτελεσματικότερη προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών, στον αυστηρότερο ποινικό κολασμό της χρήσης απαγορευμένων λογισμικών παρακολούθησης τύπου Predator, καθώς και στην μεταρρύθμιση της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), για την εκπλήρωση της αποστολής της, την προστασία της εθνικής ασφάλειας και την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και του οργανωμένου εγκλήματος.
Παρά τους διακηρυγμένους στόχους της κυβέρνησης για αποτελεσματικότερη προστασία του απορρήτου και καλύτερη λειτουργία της ΕΥΠ, σημαίνοντες φορείς και ειδικοί από τον χώρο του Δικαίου εξέφρασαν σοβαρές ανησυχίες και διαφωνίες για τη συμβατότητα των νέων ρυθμίσεων τόσο με το Σύνταγμα όσο και με τους διεθνείς κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος για το απόρρητο των επικοινωνιών.
Καταρχάς, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το απολύτως απαραβίαστο του απορρήτου των επικοινωνιών (Tο απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων). Ακόμη, το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) κατοχυρώνει τον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας του ατόμου, δικαίωμα που προστατεύεται και από το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ανάγκη προστασίας της ιδιωτικής ζωής, όπως επισημαίνει και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), αναφέρεται και στο άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ, αλλά και στο Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, το άρθρο 17 του οποίου προβλέπει ότι κανείς δεν υπόκειται σε αυθαίρετες ή παράνομες παρενοχλήσεις της ιδιωτικής του ζωής, της οικογένειας, της κατοικίας ή της αλληλογραφίας του.
Με φόντο το παραπάνω πλέγμα διατάξεων που προστατεύουν σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο το απόρρητο των επικοινωνιών, για τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου κατέθεσε σχόλια η ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), η οποία έχει από το Σύνταγμα την αρμοδιότητα της διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών (Άρθρο 19 παρ. 2 Σ: Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες ανεξάρτητης αρχής που διασφαλίζει το απόρρητο της παραγράφου 1).
Στις παρατηρήσεις της η ΑΔΑΕ επισήμανε μια σειρά από προβληματικές ρυθμίσεις στο νέο νομοθετικό πλαίσιο. Καταρχάς, αναφέρθηκε στη διατήρηση της πρόβλεψης ότι η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών γίνεται κατόπιν διάταξης του εισαγγελέα της ΕΥΠ, δηλαδή του εισαγγελέα που λειτουργεί οργανικά εντός της ΕΥΠ και μάλιστα σε μακροχρόνια βάση. Αυτό, σύμφωνα με την ΑΔΑΕ «έχει ως συνέπεια μια μορφή ενσωμάτωσης του (σ.σ.: του εισαγγελέα της ΕΥΠ που δίνει την άδεια για την παρακολούθηση) στο περιβάλλον και τη νοοτροπία που κυριαρχούν στις υπηρεσίες αυτές (σ.σ.: στην ΕΥΠ και τη ΔΑΕΕΒ, τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας, η οποία μπορεί επίσης να ζητήσει άρση του απορρήτου)».
Ακόμη, η ανεξάρτητη Αρχή επισήμανε ως αστοχία των νομοθετικών προβλέψεων ότι εξακολουθούν να μην περιλαμβάνουν στα στοιχεία, που περιέχονται στις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, την αιτιολογία της παρακολούθησης και το ονοματεπώνυμο του παρακολουθούμενου πολίτη. Αυτό είναι προβληματικό, καθώς, σημειώνει η ΑΔΑΕ, «η αιτιολόγηση όλων των αποφάσεων των κρατικών οργάνων, ειδικότερα δε των δυσμενών για τους διοικουμένους, αποτελεί εγγενές στοιχείο των αρχών του κράτους δικαίου και του πολιτεύματος της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας».
Στο ίδιο ζήτημα αναφέρθηκε επισταμένα με κείμενό της και η Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου στο ΑΠΘ Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, επισημαίνοντας ότι «μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από την υποβολή του αιτήματος για άρση του απορρήτου, οφείλει ο αρμόδιος εισαγγελικός λειτουργός να εκδώσει διάταξη που θα αποδέχεται ή θα απορρίπτει το αίτημα. Όπως και στον προηγούμενο νόμο, δεν αναφέρεται ότι η διάταξη πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Ωστόσο», πρόσθεσε η κ. Συμεωνίδου-Καστανίδου, «μια τόσο επαχθής κρατική πράξη δεν μπορεί να είναι αναιτιολόγητη. Στην διάταξη πρέπει να περιγράφονται οπωσδήποτε τα στοιχεία που εμφανίζουν ως δικαιολογημένη και σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας την άρση του απορρήτου».
Μία ακόμη εξαιρετικά προβληματική πρόβλεψη του ν. 5002/2022 είναι ότι η κυβέρνηση, για πρώτη φορά μετά από 18 χρόνια, αφαίρεσε από την ΑΔΑΕ την αρμοδιότητα της εκ των υστέρων ενημέρωσης του θιγέντος σχετικά με την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι μέχρι τον Μάρτιο του 2021 η νομοθεσία προέβλεπε ότι μετά τη λήξη του μέτρου της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών κάποιου πολίτη (μετά δηλαδή το τέλος της παρακολούθησης), η ΑΔΑΕ μπορούσε να γνωστοποιεί στον θιγόμενο την άρση του απορρήτου, είτε αυτή έγινε για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων είτε για λόγους εθνικής ασφάλειας. Μοναδική προϋπόθεση για τη γνωστοποίηση ήταν να μην διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η άρση του απορρήτου. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2021 η ελληνική κυβέρνηση άλλαξε τον νόμο για την ΕΥΠ, απαγορεύοντας στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει υπό οποιεσδήποτε προϋποθέσεις τους πολίτες για την παρακολούθησή τους, εφόσον αυτή είχε γίνει για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Με το νέο νόμο, η αρμοδιότητα για την ενημέρωση ενός πολίτη σχετικά με την άρση του απορρήτου του για λόγους εθνικής ασφάλειας ανατίθεται πλέον όχι στην ΑΔΑΕ, αλλά σε ένα τριμελές όργανο, που αποτελείται από τον διοικητή της ΕΥΠ, τον εισαγγελέα της ΕΥΠ και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Σχετικά με την παραπάνω ρύθμιση η ΑΔΑΕ αναφέρει στα σχόλιά της πως «παρατηρείται, εν πρώτοις, ότι στο όργανο αυτό παρουσιάζεται το παράδοξο να συμμετέχουν, σύμφωνα με την διάταξη αυτή, ταυτόχρονα και ισότιμα ο κατά το άρθρο 6 παρ. 1 περιπτ. α του ν. 3115/2003 ελέγχων (Πρόεδρος της ΑΔΑΕ) και ο κατά την τελευταία αυτή διάταξη ελεγχόμενος (Διοικητής της ΕΥΠ).
Η ανεξάρτητη Αρχή συνεχίζει την κριτική της, επισημαίνοντας ότι «η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, διότι με βάση το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος τελικός εγγυητής της τήρησης της νομιμότητας της όλης διαδικασίας άρσης του απορρήτου είναι η ΑΔΑΕ και όχι η δικαστική αρχή, στην οποία ανατίθεται η στάθμιση περί του αν μπορεί ή όχι να αρθεί το απόρρητο ενός προσώπου. Σύμφωνα, εξ άλλου, με νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΔΔΑ) [πρβλ. α) Klass και λοιποί κατά Γερμανίας, απόφαση της 6.9.1978, παράγραφος 58, β) Weber και Saravia κατά Γερμανίας, υπόθεση υπ’ αριθ. 54934/00) παράγραφος 136, και γ) Roman Zakharov κατά Ρωσίας, απόφαση της 4.12.2015, παράγραφος 288] μια από τις προϋποθέσεις για να κριθεί ότι το κανονιστικό καθεστώς των άρσεων απορρήτου μας χώρας είναι συμβατό με το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ) 6 είναι, κατά το εν λόγω Δικαστήριο, και το να προβλέπεται στην οικεία νομοθεσία ότι, μετά την λήξη της παρακολούθησης και υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται πλέον ο σκοπός για τον οποίο διατάχθηκε η λήψη του μέτρου, μπορεί να ενημερωθεί ο θιγείς από ανεξάρτητη αρχή με εχέγγυα ανεξαρτησίας, ότι ελήφθη εις βάρος του ένα τέτοιο μέτρο. Εν προκειμένω το τριμελές συλλογικό όργανο, στο οποίο χορηγείται με το νομοσχέδιο η αρμοδιότητα της γνωστοποίησης αυτής στις περιπτώσεις που η άρση είχε λάβει χώρα για λόγους εθνικής ασφάλειας, στερείται των εχεγγύων ανεξαρτησίας που επιβάλλεται να έχει μια ανεξάρτητη αρχή».
Στο δικό της σημείωμα προς τη Βουλή για τον ν. 5002/2022, η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) ανέφερε ότι «οι προωθούμενες ρυθμίσεις εισάγουν κρίσιμες αλλαγές που έρχονται σε οξεία αντίθεση με τα ανθρώπινα δικαιώματα και εμμέσως επιβεβαιώνουν τα ευρήματα της τελευταίας ετήσιας αναφοράς του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA) που σημειώνει ότι “ακόμα λείπουν αποτελεσματικές εγγυήσεις που να διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα και η τεχνολογία θα χρησιμοποιηθούν με τρόπο που να συμμορφώνεται με τα ανθρώπινα δικαιώματα”».
Στις επισημάνσεις της για τις προβληματικές ρυθμίσεις του νέου νόμου σχετικά με το απόρρητο, η ΕΕΔΑ κάνει ειδική μνεία και στη θέσπιση γενικού χρονικού ορίου τριετίας για την ενεργοποίηση του δικαιώματος του πολίτη να ζητήσει να ενημερωθεί αν έγινε άρση του απορρήτου του σε βάρος του για λόγους εθνικής ασφάλειας, γνωστοποίηση που θα γίνει μετά από απόφαση του προαναφερόμενου τριμελούς οργάνου, αποτελούμενου από τον διοικητή της ΕΥΠ, τον εισαγγελέα της ΕΥΠ και τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ.
Σχετικά με την τριετία, το μη πέρας της οποίας απαγορεύει στον θιγόμενο ακόμα και να ζητήσει ενημέρωση για τυχόν άρση του απορρήτου του, η ΕΕΔΑ σημειώνει ότι «η θέσπιση γενικού χρονικού ορίου τριετίας για την ενεργοποίηση του δικαιώματος να ζητηθεί η γνωστοποίηση, άνευ παρεκκλίσεων και χωρίς να αιτιολογείται συγκεκριμένα για ποιο λόγο, σε όλες τις, κατά την επίσημη καταγραφή σε εκθέσεις της ΑΔΑΕ, χιλιάδες κατ’ έτος παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας, επιβάλλεται να θεσπισθεί τέτοιος περιορισμός, εγείρει σοβαρότατους προβληματισμούς συμβατότητας με τους προαναφερθέντες συνταγματικούς και διεθνείς κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος», δηλαδή με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ και το Διεθνές Σύμφωνο Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων.
Ένα κράτος δικαίου οφείλει να εξασφαλίζει τόσο σε νομοθετικό επίπεδο όσο και εν τοις πράγμασι ότι προστατεύεται το απόρρητο των επικοινωνιών των πολιτών.
Ωστόσο, από τα παραπάνω δεδομένα προκύπτει ότι εν προκειμένω εγείρονται σοβαρά ερωτήματα αναφορικά με τη συμβατότητα του ν. 5002/2022 για το απόρρητο των επικοινωνιών με το άρθρο 19 παρ. 1 & 2 του Συντάγματος, το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και το άρθρο 12 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του ΟΗΕ και το άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, τα οποία διαμορφώνουν ένα νομοθετικό πλέγμα διατάξεων για την κατοχύρωση και προστασία του απολύτως απαραβίαστου του απορρήτου των επικοινωνιών.
Αριθμός Λογαριασμού: 1100 0232 0016 560
IBAN: GR56 0140 1100 1100 0232 0016 560
BIC: CRBAGRAA
Στον αγώνα μας για Λογοδοσία και Διαφάνεια, απέναντι σε οτιδήποτε υπονομεύει τις αρχές της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου.
Γιατί η Δημοκρατία δεν είναι αυτονόητη.
Είναι στο χέρι μας να μη στεκόμαστε απαθείς ή κυνικοί.
Δες πώς μπορείς να μας βοηθήσεις, εδώ!